ΤΟ ΤΕΦΤΕΡΙ ΤΟΥ ΠΑΠΠΟΥ — ΤΑ ΠΑΛΙΑ ΜΠΑΚΑΛΙΚΑ    

Από τον εκ μητρός παππού μου, το Χρήστο Πετρίδη, που πέθανε μερικά χρόνια πριν γεννηθώ, δεν έχω και πολλά ενθύμια. Ούτε καν μια φωτογραφία του. Όταν μικρός ρωτούσα τη μάνα μου και τις θειάδες  μου να μου δώσουν κάποια  γνωρίσματά του,  μου τον παράσταιναν καλοκάγαθο, άνθρωπο του Θεού, ψηλό και ξερακιανό από την πολλή δουλειά και την κακοπέραση. Πέντε κόρες είχε να παντρέψει. Πέντε σπίτια να χτίσει, πέντε νοικοκυριά να στήσει, τρία χωράφια στην καθεμιά να προικίσει. Ο τελευταίος γαμπρός πήρε και τράχωμα, μετρητά. Η γιαγιά μου έλεγε πως κάθε φορά που πάντρευαν μια κόρη ξεκινούσαν με δυο φλιτζάνια πάνω στο πχαρί, το ράφι του τζακιού.  Να σημειωθεί πως πριν αναλάβει αυτά τα ασήκωτα γονικά καθήκοντα είχε αντεπεξέλθει με απόλυτη  συνέπεια στα καθήκοντα του αδελφού έχοντας αποκαταστήσει τις τρεις αδελφές του ως μόνος γιος της οικογένειας. Θύμα των απάνθρωπων κοινωνικών συνθηκών μιας εποχής που επιμένουμε να τη χαρακτηρίζουμε ωραία και να θεωρούμε τυχερούς εκείνους που την έζησαν.

Εκείνο που έφτασε απ’ αυτόν στα χέρια μου και που το κρατώ ως σήμερα με ευλάβεια είναι ένα ξεφτισμένο τεφτέρι, όπου κατέγραφε τα βερεσέδια των πελατών του μπακάλικου που διατηρούσε. Μικροί το ξεφυλλίζαμε με τον αδερφό μου τις ελεύθερες ώρες του χειμώνα, μη έχοντας κάτι άλλο να κάνουμε,  και δοκιμάζαμε σε κάποιες  ασυμπλήρωτες σελίδες      να βάλουμε την υπογραφή μας μιμούμενοι τους δασκάλους μας.

Σήμερα που ξανάπεσε στα χέρια μου θυμήθηκα και αναλογίστηκα όλα αυτά και σκέφτηκα πως αυτό το πράγματι οικογενειακό κειμήλιο δεν έχει μόνο συναισθηματική για μένα αξία, αλλά αποτελεί και μια πρωτογενή πηγή χρήσιμων πληροφοριών των περασμένων χρόνων  που είναι σκόπιμο να κοινοποιηθούν. 

Το τεφτέρι αυτό είναι από τα συνηθισμένα λογιστικά βιβλία της παλιάς εποχής, τα καθολικά, όπως τα ονόμαζαν, διαστάσεων 20Χ30 με σκληρή χάρτινη στάχωση επενδυμένη με ύφασμα. Στην εσωτερική όψη του εξώφυλλου διαβάζουμε με το γραφικό χαρακτήρα του παππού «Εις δόξαν Χριστού του Θεού» και από κάτω πέντε λέξεις στην παλαιά τουρκική γραφή. Από τα εκατό φύλλα που είχαν χρησιμοποιηθεί σώζονται τα τριάντα. Λείπουν τα πρώτα 17, τα τελευταία 14 και τα υπόλοιπα τριάντα εννιά λείπουν ενδιάμεσα. Θύμα κι αυτό, ως φαίνεται της έλλειψης χαρτιού που έγινε η κύρια αιτία να χαθούν πολλά γραπτά στοιχεία της παλιάς εποχής. Κι όμως τα  σχετικά λίγα αυτά φύλλα που σώζονται είναι αρκετά, για να δώσουν μια καλή και αξιόπιστη εικόνα της κίνησης και λειτουργίας ενός μπακάλικου της εποχής.   

Οι καταχωρίσεις στα  σωζόμενα φύλλα καλύπτουν την περίοδο από το Μάρτιο του 1907 ως το Σεπτέμβριο του 1913. Η Βατούσα εκείνη την εποχή συντηρούσε αρκετά μεγάλο πληθυσμό. Είχε 460 οικογένειες, γύρω στις δύο χιλιάδες ψυχές, και  η οικονομία της  δεν ήταν άσχημη, αν τη δούμε με τα κριτήρια της εποχής. Κύριες  πηγές εισοδήματος  το βαλανίδι και το γάλα, αλλά και τα εμβάσματα των εγκατεστημένων στην Κων/πολη Βατουσαίων. Από τα  επαγγέλματα ευδοκιμούσαν το επάγγελμα του παπουτσή, του αγωγιάτη και του ζωέμπορου,  αλλά και του  μπακάλη. Υπήρχαν αρκετά μπακάλικα και μάλιστα σε μεγάλη διασπορά μέσα στο χωριό. Του παππού μου  ήταν στην πάνω μεριά του οικισμού σε μια απότομη ανηφοριά,  στη συνοικία του Σταυρού, βολικά προσβάσιμο στις γυναίκες που απόφευγαν να εμφανίζονται στην αγορά του χωριού.

Τα μπακάλικα υπήρξαν βασικός παράγοντας της οικονομικής και κοινωνικής ζωής της παλιάς εποχής. Εμείς οι παλαιότεροι έχουμε συνδέσει ένα μεγάλο μέρος της ζωής μας με αυτά και έχουμε πολλά να θυμηθούμε και να μεταφέρουμε στους νεότερους που δεν τα γνώρισαν, κυρίως σχετικά με τη μορφή και τον τρόπο λειτουργίας τους.

Η πρώτη  εντύπωση για κείνον που έμπαινε σ’ ένα μπακάλικο ήταν οσφρητική.  Μια βαριά μυρουδιά ανάμικτη από παστό κολιό, σαρδέλα,  χαψί,  ρέγκα και μπακαλιάρο σε άρπαγε από τη μύτη συνοδευόμενη μάλιστα –προσωπικά τουλάχιστο έτσι το ένιωθα- με μια αίσθηση υγρασίας. Στη συνέχεια έβλεπες τσουβάλια αραδιασμένα στη μέση του μαγαζιού ή στον τοίχο με λογής όσπρια, ρύζι, ζάχαρη, πατάτες και με άλλα παρεμφερή με επιμελώς  γυρισμένα τα χείλη, ώστε να φαίνεται καλά το περιεχόμενο εμπόρευμα. Σε κάποιο απ’ αυτά θα έβλεπες  μπηγμένη και τη σέσουλα, το κύριο εργαλείο του μπακάλη. Σε πιο απόμερο σημείο και κάπως υπερυψωμένο υπήρχαν τα βαρελάκια με τα συνηθισμένα υγρά, λάδι, ρακί, πετρέλαιο. Κοντά στον πάγκο τα παστά μέσα σε στρογγυλά τενεκεδένια κουτιά, ενώ οι ρέγκες και ο μπακαλιάρος μέσα σε ξύλινα. Στα μεγαλύτερα μαγαζιά υπήρχε και η λεγόμενη μανιφατούρα, υφάσματα καθημερινής  χρήσης, όπως κάμποτο, χασές, δίμιτο, ντρίλι κ.α.  Στον πάγκο η καθιστή ζυγαριά με τα σταθμά, τα δράμια, γυάλες μεγάλες με καραμέλες, λουκούμια, στραγάλια, φιστίκια και άλλες λιχουδιές και μικρότερες με μπαχαρικά και λεμόν τουζού, τον πρόγονο του λεμονιού. Στα ψηλότερα ράφια έβλεπες αραδιασμένα πήλινα τέστα και γραγούδες και απ’ τα δοκάρια της οροφής κρεμασμένα κουμάρια πλάι στα εμαγιέ και αλουμινένια  δοχεία νυκτός. Σε κάποια, συνοικιακά κυρίως, μπακάλικα μπορούσες να δεις 1-2 απ’ τους τακτικούς πελάτες να πίνουν το ούζο τους όρθιοι  δίπλα στον πάγκο ή καθισμένοι σε αυτοσχέδια καθίσματα με μεζέ από στραγάλια και τουρσί μέχρι παστή σαρδέλα πάνω σε  κομμάτι απλωμένου  λαδόχαρτου. 

Οι προσερχόμενοι για ψώνια, συνήθως παιδιά ή νοικοκυρές, έπρεπε να έχουν το τεφτεράκι, όπου θα καταγράφονταν τα βερεσέδια, καθώς το χρήμα δεν κυκλοφορούσε αυτή την εποχή και η πίστωση ήταν σχεδόν αποκλειστικός τρόπος συναλλαγής.  Κάθε μπακάλης λοιπόν έπρεπε να έχει την υπομονή και την οικονομική δυνατότητα να περιμένει ως την εποχή που θα πουλούσαν οι πελάτες του  τα λιγοστά προϊόντα τους, γάλα, βαλανίδι, καπνό, κανένα χοντρό ζώο, για να ξεχρεώσουν. Έπρεπε να έχουν ακόμα μαζί τους οι προσερχόμενοι τα πάνινα σακουλάκια, όπου θα έμπαιναν  τα παντός είδους στερεά, ρύζι, ζάχαρη κ.λ.π.  Εδώ κρινόταν και  η αξιοσύνη της κάθε νοικοκυράς.  Απ’ το μεράκι με το οποίο θα είχε φτιάξει αυτά τα σακουλάκια και κυρίως απ’ την καθαριότητά τους. 

Ο μπακάλης ήταν συνήθως γλυκομίλητος και περιποιητικός προς τους πελάτες του. Κύριο όμως κριτήριο για την τήρηση από μέρους του της επαγγελματικής  δεοντολογίας ήταν  ο βαθμός της εντιμότητάς του. Καθώς η τυποποίηση και η συσκευασία των εμπορευμάτων  ήταν σχεδόν άγνωστο φαινόμενο και τα πάντα προσφέρονταν χύμα  και με το ζύγι, με το μέτρο και με το μετρίδι, αφήνονταν  πολλά περιθώρια για λειψό ζύγισμα, λειψό μέτρημα και για κάθε είδους νοθεία και εκμετάλλευση. Άλλα σχετικά στοιχεία μπορεί να συγκεντρώσει κανείς παρακολουθώντας τη  γνωστή ταινία με το γραφικό Ζήκο, τον επαρχιώτη μπακαλόγατο που συνεχίζει να  προβάλλεται και να διασκεδάζει και τις νεότερες γενιές  ζωντανεύοντας σπαρταριστές σκηνές  απ’ τη ζωή του παλιού μπακάλικου.

Το τεφτέρι του παππού που παρουσιάζουμε περιέχει αρκετά στοιχεία που μας βοηθούν να σχηματίσουμε μια πιο ολοκληρωμένη εικόνα σχετικά με τη λειτουργία  των μπακάλικων. 

Κατ’ αρχάς έχουμε να πούμε ότι ο αριθμός των περίπου εκατό  πελατών που αναγράφονται στα σωζόμενα 30 απ’ τα εκατό φύλλα  είναι αρκετά μεγάλος, και μάλιστα αν λάβουμε υπόψη ότι κάθε πελάτης αντιστοιχεί σε μια ολόκληρη οικογένεια. Πρέπει ακόμα να παρατηρήσουμε ότι το ένα τρίτο περίπου απ’ αυτά είναι ονόματα γυναικών, που κυρίως σημαίνει ότι ή χήρες είναι, ή απουσιάζει ο άντρας  τους απ’ το σπίτι κάπου σε άλλη πόλη, κυρίως Κων/πολη.

Για να γίνουν κατανοητά τα στοιχεία που θα δώσουμε παρακάτω, πρέπει να θυμίσουμε ότι το βασικό νόμισμα της εποχής ήταν το τουρκικό γρόσι που από το 1914, ύστερα απ’ την απελευθέρωση,  αντικαταστάθηκε πια από το επίσημο νόμισμα του ελεύθερου ελληνικού κράτους, τη δραχμή. Το γρόσι διαιρείτο σε σαράντα παράδες ή δύο μεταλλίκια.  Άλλα νομίσματα που παρουσιάζονται στο τεφτέρι είναι η οθωμανική λίρα που αντιστοιχούσε  σε 178 γρόσια, η αγγλική λίρα 196 γρ., το γαλλικό λοΐζι 156 γρ.  Και για να έχουμε μια εικόνα  της αγοραστικής  αξίας των νομισμάτων αυτών, όπως συνάγεται από τα στοιχεία που μας παρέχει το τεφτέρι, το εργατικό μεροκάματο   πληρωνόταν προς 8 γρόσια για ελαφριές δουλειές  και προς 14 για βαρύτερες, όπως το σκάψιμο. Ένας κιράς, αγώγι,  από την Ερεσό 15 γρ., ένα ζευγάρι  παπούτσια  35 γρ.  Ως μονάδα βάρους χρησιμοποιείται η οκά η οποία χωρίζεται   σε 400 δράμια και αντιστοιχεί  σε 1280 γραμμάρια. Μονάδα μήκους για  τη μέτρηση των υφασμάτων ο πήχης που αντιστοιχεί σε 0,64 και χωρίζεται σε 8 ρούπια.

Τα προσφερόμενα είδη πλησιάζουν τα 40 περίπου στον αριθμό.  Απ’ αυτά εκείνα  που καταναλώνονταν περισσότερο ήταν το αλεύρι (3-4 γρόσια η οκά), η ζάχαρη (4 γρ.), τα κουκιά (2-2,5 γρ.), οι πατάτες (2-3 γρ.), το ρύζι (2-3 γρ.), οι φασόλες (2,5-3,5 γρ.). Το λάδι πουλιέται προς 9 γρόσια, όσο και ο παστός μπακαλιάρος,  το βούτυρο 33 γρ., το μέλι  13 γρ., το κρασί 3,5  γρ., το αλάτι 1,5  γρ., τα μακαρόνια 7 γρ., το κριθάρι 2,70, μια πλάκα σαπούνι 1,40, το πετρέλαιο 5, ένα κομμάτι τυρί 4,  ένας καφές στο καφενείο  10 παράδες, ένα τετράδιο 20 παράδες, ένα ακόνισμα ψαλιδιού 1,75 γρ., τα φουντούκια και τα στραγάλια 9 γρ., το ίδιο και τα λουκούμια.

Ανάμεσα στις καταχωρίσεις του τεφτεριού  βρίσκουμε αρκετές με την ένδειξη «μετρητά». Πρόκειται συνήθως για μικροποσά που δανείζονταν οι πελάτες, για να αντιμετωπίσουν άλλες τρέχουσες ανάγκες.  Παρατηρείται ότι το 35% των πελατών βρέθηκαν στην ανάγκη να κάνουν χρήση αυτής της διευκόλυνσης από μέρους του μπακάλικου.  Αυτό δείχνει το πόσο μεγάλη ήταν η στενότητα της κυκλοφορίας του χρήματος και οι ανάγκες δανεισμού των Βατουσαίων, κάτι που συνέβαινε σε όλη τη Λέσβου, αλλά και σε όλο τον ελλαδικό χώρο. Οι στοιχειώδεις καταναλωτικές ανάγκες, οι βαριές και συνεχώς αυξανόμενες φορολογικές απαιτήσεις, οι αντίξοες καιρικές συνθήκες που συχνά κατέστρεφαν τη γεωργική και κτηνοτροφική παραγωγή,  οι οικογενειακές υποχρεώσεις, ιδιαίτερα οι σχετικές με την αποκατάσταση των κοριτσιών, ήταν οι κύριες αιτίες που ανάγκαζαν τους ανθρώπους της εποχής εκείνης να καταφεύγουν στον οπωσδήποτε επαχθή δανεισμό.

Η μεγάλη αυτή ζήτηση εύρισκε πρόθυμους δανειστές. Στη Βατούσα εκτός από την εκκλησία, που ήταν  ο μεγαλύτερος δανειοδότης, κεφάλαια για τέτοια εκμετάλλευση διέθεταν και η Φιλεκπαιδευτική Αδελφότητα που λειτουργούσε από το 1874 και διέθετε κεφάλαια χιλίων χρυσών λιρών, η Εφορεία των Σχολείων, το Κληροδότημα Γρηγορίου Γώγου, σε περιορισμένη κλίμακα ο πολιτιστικός Σύλλογος «Η Πρόοδος» και φυσικά ιδιώτες ανάμεσα στους οποίους και οι μπακάληδες. Είναι γνωστό ότι κάποιοι απ’ αυτούς εκμεταλλευόμενοι την ανάγκη και δυστυχία των συνανθρώπων τους έφταναν στην τοκογλυφία και αποκόμιζαν άδικα κέρδη.  Η προφορική παράδοση  της Λέσβου αναφέρει συγκεκριμένα ονόματα προβεβλημένων οικονομικά και κοινωνικά προσώπων της εποχής που ξεκίνησαν ως μπακάληδες.              

Όπως είπαμε τα δάνεια που αναγράφονται στο τεφτέρι του παππού είναι μικροποσά δε λείπουν όμως και λίγες περιπτώσεις, όπου ξεπερνούν τα χίλια ή και τα τις τέσσερις χιλιάδες  γρόσια. Σ’ αυτές τις περιπτώσεις προστίθετο μικρός τόκος 6%, ενώ το κανονικό επιτόκιο της εποχής ήταν 12%.

Εντύπωση προκαλεί το ότι οι πελάτες στο σύνολό τους ήταν καλοπληρωτές. Δεν βρίσκουμε  σε καμιά σχεδόν μερίδα ανεξόφλητο λογαριασμό. Κατά το πλείστον η αποπληρωμή γινόταν με ανταλλάξιμα προϊόντα ή υπηρεσίες. Το πιο συνηθισμένο απ’ αυτά τα προϊόντα ήταν το βαλανίδι. Βρίσκουμε ως και έξι  τόνους βαλανίδι να παραδίδεται από πελάτη για εξόφληση λογαριασμού του. Συμπεραίνουμε ότι το βαλανίδι ήταν το κύριο προϊόν της Βατούσας. Ακολουθεί το γάλα. Όσο για τις ανταλλάξιμες υπηρεσίες, οι πιο συνηθισμένες ήταν οι κιράδες και  τα μεροκάματα, εργατικά και μαστορικά. 

Τα μπακάλικα  αποτελούν πια παρελθόν για την οικονομική πραγματικότητα της  εποχής μας. Τα σύγχρονα υπερκαταστήματα,  τα super market, σάρωσαν απ’ άκρου σ’ άκρο της χώρας τα ιστορικά  αυτά καταστήματα   και τα λίγα που έμειναν  πια στις γειτονιές και στα απομακρυσμένα  απ’ τα αστικά κέντρα χωριά μικρή σχέση έχουν με τα παραδοσιακά μπακάλικα.  Απέβαλαν ακόμα και την τουρκογενή και κακόηχη ονομασία τους και υιοθέτησαν τη σύγχρονη και επίσης  ξενόφερτη  mini market, ενώ λογικότερο θα ήταν να γενικευτεί ο όρος παντοπωλείο που χρησιμοποιούνταν ανέκαθεν αλλά  στο γραπτό συνήθως λόγο και πάντα στην ταμπέλα του καταστήματος.  Γενικά οι λέξεις πια μπακάλης και μπακάλικο αναφέρονται απαξιωτικά και ακούγονται όλο και πιο σπάνια. 

Το τεφτέρι που παρουσιάσαμε είναι ένα χαρακτηριστικό ντοκουμέντο μιας όψης της οικονομικής και κοινωνικής ζωής  των αρχών του προπερασμένου αιώνα. Για μένα προσωπικά είναι φυσικά κάτι παραπάνω. Είναι  ό,τι  απόμεινε να μου θυμίζει τη ζωή ενός  άξιου προγόνου που  δυστυχώς δεν είχα την τύχη να τον γνωρίσω, ενός συμπονετικού οικογενειάρχη, ενός  έντιμου επαγγελματία που  απόδειξε ότι  η εντιμότητα και η επαγγελματική επιτυχία  μπορούν να συνυπάρχουν και να συμπορεύονται.                                       

                                                 Χρήστος  Αν. Σταυράκογλου

                                                               Φιλόλογος

ΑΛΛΑ ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΝΤΑ ΑΡΘΡΑ