Το μοναδικής αρχιτεκτονικής αξίας κτίσμα της Βατούσας, που δεσπόζει από όποια πλευρά κι αν βλέπει κανείς το χωριό, κτίστηκε το 1865 από τον ιατρό Γεώργιο Γώγο, η οικογένεια του οποίου καταγόταν από την ιστορική και άλλοτε ακμάζουσα επί τουρκοκρατίας πόλη της Βορείου Ηπείρου Μοσχόπολη. Ο Γεώργιος Γώγος απόφοιτος της αυτοκρατορικής Ιατρικής Σχολής της Βιέννης, αφού διέπρεψε ως ιατρός στην Αυστρία κατά την παράδοση χρημάτισε ιατρός και στη Σουλτανική Αυλή.
Εγκαταστάθηκε στη Βατούσα στα μέσα του 19ου αιώνα και παντρεύτηκε τη Βικτωρία Λουλουδοπούλου, θυγατέρα του Αντ. Λουλουδόπουλου, εξ Αγχιάλου σημαντικού πολιτικού παράγοντα και δημογέροντα της Βατούσας, οποίος πρωταγωνίστησε στην οικοδόμηση του κεντρικού ναού της Κοιμήσεως της Θεοτόκου.
Στη Βατούσα ο Γ. Γώγος πέραν της ενασχόλησής του με τα λειτούργημά του, ασχολήθηκε και με τα κοινά της κωμόπολης και υπήρξε καθοριστικής σημασίας η συμβολή του στην εκπαιδευτική και εν γένει πνευματική ανάπτυξη της Βατούσας.
Το Αρχοντικό του Γώγου κτίστηκε με τις προδιαγραφές της νεοκλασικής αρχιτεκτονικής με την οποία κτίστηκαν τα μοναδικά αρχοντόσπιτα της Μυτιλήνης και μερικών χωριών του νησιού. Η κατασκευή του ολοκληρώθηκε το 1890 από το Γεώργιο Γώγο με σκοπό να δοθεί ως προίκα στην κόρη του Ανδρομάχη, η οποία είχε γεννηθεί το 1879.H Ανδρομάχη Γώγου παντρεύτηκε τον ευπατρίδη Αχιλλέα Κ. Καλλιγέρη, από την Σκαμιά. Έζησαν στο αρχοντικό τους στην Βατούσα έως το 1906. Εκεί, στην Βατούσα γεννήθηκαν τα τρία (από τα συνολικά 4) παιδιά τους. Το 1907 μετακόμισαν στο νέο αρχοντικό τους στην Σκαμιά. Στη συνέχεια το αρχοντικό κατοικήθηκε από τον αδελφό της ιατρό Αντώνιο Γώγο και τη σύζυγό του Ελένη και τη μητέρα τους Βικτωρία ως το 1922, έτος που πέθανε ο Αντώνιος Γώγος.
Μετά νοικιάστηκε και κατοικήθηκε περιστασιακά από κάποιες οικογένειες και μετά στεγάστηκαν εκεί Ιατρείο, ο Σταθμός Χωροφυλακής της Βατούσας και κρατητήριο κατά τη δύσκολη εποχή του Εμφυλίου. Οι παλιοί μάλιστα έλεγαν ότι στο ισόγειό του στέγαζαν ακόμα και υποζύγια.
Το αρχοντικό μεταπολεμικά ακατοίκητο φθειρόταν καθημερινά, και η απειλή κατάρρευσής του έθετε σε κίνδυνο τις παρακείμενες κατοικίες με τους ενοίκους τους. Στο Κοινοτικό Συμβούλιο του χωριού έντονος υπήρξε ο προβληματισμός και κάποιοι σύμβουλοι πρότειναν επιμόνως το κτίσμα να κατεδαφισθεί, αγνοώντας την ιστορική του σημασία και την αρχιτεκτονική του αξία. Και τούτο διότι τα περιορισμένα έσοδα της Κοινότητας δεν επέτρεπαν δαπάνες αναπαλαίωσης και συντήρησης του κτίσματος.
Στις αρχές της δεκαετίας του ’60 το αρχοντικό περιήλθε στην Κοινότητα Βατούσας με πρωτοβουλία της Κοινοτικής Αρχής διά του τότε κοινοτάρχη αείμνηστου Γεωργίου Μολυβιάτη, ο οποίος έχοντας επίγνωση της αξίας του Αρχοντικού όχι μόνο αντιδρούσε σε κάθε σκέψη γκρεμίσματος του Αρχοντικού μετέβη στη Συκαμνιά προκειμένου να συναντήσει την ιδιοκτήτρια κ. Ανδρομάχη Καλλιγέρη, στην οποία, όπως αναφέραμε, είχε περιέλθει ως προίκα, και να την παρακαλέσει για την παραχώρηση του Αρχοντικού στην Κοινότητα Βατούσας. Η γηραιά κόρη του Γ. Γώγου πρόθυμα προχώρησε στη δωρεά. Στη συνέχεια η κοινότητα διστάζουσα αρχικά και τελικά μη δυνάμενη να διαθέσει το απαραίτητο για τη δαπάνη ποσό για τις εργασίες συντήρησης και γενικά αναπαλαίωσης του κτίσματος το άφησε για πολλά χρόνια στην τύχη του. Και όχι μόνο, κάποιοι ιθύνοντες της κοινότητας πρότειναν και πάλι να κατεδαφισθεί.
Μέχρι που από τις αρχές της δεκαετίας του 70 άρχισε κάτι να κινείται και αυτό χάρη στο ενδιαφέρον, ως εκ του επαγγέλματός του και της αγάπης του για τη γενέτειρα, του αρχιτέκτονα μηχανικού κ. Αίαντα Βαζιργιαντζίκη, ανώτερου υπαλλήλου του Υπουργείου Πολιτισμού που φιλοδοξούσε να προσφέρει κάτι στο χωριό του. Και οι πρώτες κρούσεις του έγιναν ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του ΄70 προς τις κοινοτικές αρχές του χωριού συνάντησαν όμως το δισταγμό έως και τον αρνητισμό των ιθυνόντων.
Το ζήτημα της προστασίας και αναστήλωσης του Αρχοντικού έμεινε στάσιμο ως τη μεταπολίτευση για να πάρει το δρόμο του προς την αίσια έκβασή χάρη στο αδιάπτωτο ενδιαφέρον του κ. Βαζιργιαντζίκη τον οποίο μάλιστα επισκέφτηκε στο γραφείο του ο πρώτος εκλεγμένος πρόεδρος της Κοινότητας αείμνηστος Γιώργος Νικολαΐδης για να του ζητήσει να προωθήσει το ζήτημα του Αρχοντικού. Ο κ. Αίας πήρε από τον αρμόδιο διευθυντή του την έγκριση έναρξης των εργασιών προστασίας και αναστήλωσης του έργου με την υπογραφή του τότε Υπουργού Πολιτισμού Λέσβιου αείμνηστου Δημητρίου Νιάνια και άρχισαν οι εργασίες με επιβλέποντα μηχανικό και τον εμπειροτέχνη μάστορα Κ. Βύρωνα Μιχαλακέλλη με πρόταση του κ. Βαζιργιαντζίκη.
Οι εργασίες ανεστάλησαν λόγω αιφνίδιας κατάρρευσης μέρους του γρηπιδώματος με δικαστήρια και τα συναφή μέχρι την τελική αθώωση των κατηγορουμένων. Από κει και πέρα το έργο ανέλαβαν να φέρουν εις πέρας ο τότε Νομάρχης Λέσβου κ. Νίκος Σηφουνάκης με γενναίες χρηματοδοτήσεις και ο τότε πρόεδρος της Κοινότητας αείμνηστος Παύλος Καμβυσέλλης που και ως εκ της θέσεώς του επέβλεπε προσωπικά την πορεία των εργασιών.
Σε ό,τι αφορούσε το τεχνικό μέρος της αναστήλωσης, αποκατάστασης και διαρρύθμισης των εσωτερικών χώρων του έγινε με προσεκτικά βήματα και βάσει σχεδίου, το οποίο επέβλεπε προσωπικά και ο κ. Σηφουνάκης ως αρχιτέκτονας και υλοποιούταν με συνεργεία με επικεφαλής και πάλι τον κ. Βύρωνα Μιχαλακέλλη.
Τελικά χάρη και στην αγαστή συνεργασία των συλλόγων, οι οποίοι συνέβαλαν οικονομικά στην επίπλωσή του κτιρίου και στον εμπλουτισμό του με εκθετικό υλικό και με την αμέριστη συμπαράσταση του προέδρου της Κοινότητας Παύλου Καμβυσέλλη, το κτίριο παραδόθηκε σε χρήση ως το Πνευματικό Κέντρο της Βατούσας (Εγκαίνια 6-8- 89). Εκεί μεταφέρθηκαν οι ιστορικές βιβλιοθήκες του Δημοτικού Σχολείου Βατούσας με σπάνιες εκδόσεις και ιδρύθηκε δανειστική βιβλιοθήκη. Στο υπόγειο του κτιρίου στεγάζεται Μουσείο παραδοσιακής οικιακής και αγροτικής οικοσκευής, στο ισόγειο οι ιστορικές βιβλιοθήκες , χώρος υποδοχής και η δανειστική βιβλιοθήκη. Στον πρώτο όροφο εκτίθενται παλιές αστικές ενδυμασίες, ενώ σε άλλο δωμάτιο του ιδίου ορόφου λειτουργεί Έκθεση μαυρόασπρης φωτογραφίας στην οποία απεικονίζεται η ζωή του χωριού και του απόδημου στοιχείου του κατά τον 19ο και 20ό αιώνα.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΜΑΝΟΥΚΑΣ

The Mansion of Gogo
The architecturally unique and valuable building in Vatousa, visible from every vantage point in the village, was constructed in 1865 by Dr. Georgios Gogo. His family originated from Moschopolis, a historically significant and once-thriving town in Northern Epirus during the Ottoman period. Georgios Gogo, a graduate of the Imperial Medical School of Vienna, distinguished himself as a doctor in Austria and, according to tradition, served as a physician in the Sultan’s Court.
He settled in Vatousa in the mid-19th century and married Victoria Louloudopoulou, daughter of Antonis Louloudopoulos from Anchialos, an important political figure and elder of Vatousa who played a key role in the construction of the central church of the Assumption of the Virgin Mary. In Vatousa, beyond practicing his profession, Georgios Gogo also engaged in the public affairs of the town and significantly contributed to the educational and overall intellectual development of Vatousa.
The Mansion of Gogo was built according to the specifications of neoclassical architecture, similar to the unique mansions of Mytilene and some villages on the island. Its construction was completed in 1890 by Georgios Gogo, intended as a dowry for his daughter Andromache, who was born in 1879. Andromache Gogo married the noble Achilles K. Kaligeris from Sikamia. They lived in their mansion in Vatousa until 1906. Three (out of their total of four) children were born there. In 1907, they moved to their new mansion in Sikamia. Subsequently, the mansion was inhabited by Andromache’s brother, Dr. Antonios Gogo, his wife Eleni, and their mother Victoria until 1922, the year Antonios Gogo died.
Afterward, the mansion was rented and occasionally inhabited by some families, and later housed a medical office, the Vatousa Gendarmerie Station, and a detention center during the difficult times of the Civil War. It is even said that the ground floor housed pack animals.
Post-war, the uninhabited mansion deteriorated daily, and the threat of its collapse endangered nearby residences and their occupants. There was intense concern within the Village Council, with some members insisting on the demolition of the building, ignoring its historical significance and architectural value. The limited revenues of the community did not allow for the expenses of restoration and maintenance.
In the early 1960s, the mansion came under the ownership of the Vatousa community through the initiative of the community leader at the time, the late Georgios Molyviatis. Recognizing the mansion’s value, he not only opposed any thought of demolition but also went to Skamia to meet the owner, Mrs. Andromache Kaligeri, to request the donation of the mansion to the community. The elderly daughter of Georgios Gogo willingly proceeded with the donation.
Subsequently, the community, initially hesitant and eventually unable to allocate the necessary funds for maintenance and general restoration, left the mansion to its fate for many years. Some community leaders again suggested its demolition.
It wasn’t until the early 1970s that something began to move, thanks to the interest and love for his hometown by architect-engineer Mr. Aias Vazirgiantzikis, a senior official at the Ministry of Culture. He sought to offer something to his village. His initial approaches in the early 1970s to the village authorities were met with hesitation and even resistance.
The issue of protecting and restoring the mansion remained stagnant until the post-dictatorship era when it began to progress towards a successful resolution, thanks to the unwavering interest of Mr. Vazirgiantzikis. He was visited by the first elected president of the Community, the late Georgios Nikolaidis, who asked him to advance the mansion’s restoration. Mr. Aias received approval to start the protection and restoration works from the relevant director, with the signature of the then Minister of Culture, the late Dimitrios Niannis from Lesvos. The works began under the supervision of engineer and master craftsman Byron Michalakelis, proposed by Mr. Vazirgiantzikis.
The works were suspended due to the sudden collapse of part of the entablature, leading to legal issues until the final acquittal of the accused. Afterward, the project was taken over by Nikos Sifounakis, the Prefect of Lesvos at the time, who provided substantial funding, along with the community president Pavlos Kamvyssellis, who personally oversaw the progress of the works.
Regarding the technical part of the restoration, rehabilitation, and interior arrangement, it was carried out carefully and according to a plan supervised personally by Mr. Sifounakis as an architect and implemented by teams led again by Mr. Byron Michalakelis.
Finally, thanks to the excellent cooperation of the associations, which contributed financially to furnishing the building and enriching it with exhibition material, and with the wholehearted support of the community president Pavlos Kamvyssellis, the building was handed over for use as the Cultural Center of Vatousa (Inauguration on 6-8-89). The historical libraries of the Vatousa Elementary School, containing rare editions, were transferred there, and a lending library was established. The building’s basement houses a museum of traditional household and agricultural equipment, the ground floor hosts the historical libraries, a reception area, and the lending library. On the first floor, old urban costumes are displayed, while another room on the same floor hosts an exhibition of black-and-white photographs depicting the village’s life and its diaspora during the 19th and 20th centuries
Giannis Manoukas

GOGO KÖŞKÜ
Vatusa köyünde, hangi taraftan bakarsanız bakın, görkemli bir şekilde yükselen ve benzersiz mimari değere sahip olan yapı, 1865 yılında doktor Georgios Gogo tarafından inşa edilmiştir. Gogo ailesi, Osmanlı döneminde Kuzey Epir’de bulunan tarihi ve bir zamanlar gelişen bir şehir olan Moschopolis’ten gelmektedir. Georgios Gogo, Viyana’daki İmparatorluk Tıp Okulu’ndan mezun olduktan sonra, Avusturya’da başarılı bir doktor olarak çalışmış ve rivayete göre Sultan’ın sarayında da doktor olarak görev yapmıştır.
Gogo, 19. yüzyılın ortalarında Vatusa’ya yerleşmiş ve önemli bir siyasi figür ve Vatusa’da önemli bir lider olan Ankhialos’tan Antonis Louloudopoulos’un kızı Viktoria Louloudopoulou ile evlenmiştir. Gogo, Vatusa’da sadece doktorluk mesleğiyle değil, aynı zamanda kasabanın toplumsal işlerinde de aktif rol almış ve Vatusa’nın eğitimsel ve genel olarak entelektüel gelişimine önemli katkılarda bulunmuştur.
Gogo Köşkü, Midilli ve adanın bazı köylerinde inşa edilen benzersiz konaklarla aynı neoklasik mimari standartlarla inşa edilmiştir. Yapımı 1890 yılında tamamlanan köşk, Gogo’nun 1879 doğumlu kızı Andromahi’ye çeyiz olarak verilmek üzere inşa edilmiştir. Andromahi Gogo, Skamia’dan soylu Achilleas K. Kalligéris ile evlenmiş ve 1906 yılına kadar Vatusa’daki köşklerinde yaşamışlardır. Andromahi ve Achilleas’ın üç (toplamda dört) çocuğu burada doğmuştur. 1907’de yeni köşklerine, Skamia’ya taşınmışlardır. Daha sonra köşkte Andromahi’nin kardeşi doktor Antonis Gogo ve eşi Eleni ile anneleri Viktoria 1922 yılına kadar yaşamıştır; bu yıl Antonis Gogo vefat etmiştir.
Daha sonra köşk kiralanmış ve zaman zaman çeşitli aileler tarafından kullanılmıştır. İç Savaş’ın zor döneminde köşk, bir sağlık ocağı, jandarma karakolu ve hapishane olarak kullanılmıştır. Eskiler, köşkün zemin katında hayvanların bile barındırıldığını söylerler.
Savaş sonrası dönemde köşk, kullanılmadığı için her gün biraz daha yıpranmış ve yıkılma tehlikesi çevredeki evleri ve sakinlerini tehdit etmiştir. Köyün Toplum Konseyi’nde, köşkün yıkılması gerektiğini savunan bazı üyeler, yapının tarihi önemini ve mimari değerini göz ardı etmişlerdir. Bu, topluluğun sınırlı bütçesinin restorasyon ve bakım masraflarını karşılamaya yetmemesinden kaynaklanıyordu.
1960’ların başında, köyün o zamanki muhtarı merhum Georgios Molyviatis’in girişimiyle köşk Vatusa topluluğuna devredilmiştir. Molyviatis, köşkün değerinin farkında olarak her türlü yıkım fikrine karşı çıkmış ve Skamnia’ya giderek köşkün sahibi Andromahi Kalligéris ile görüşerek köşkü topluluğa bağışlaması için ricada bulunmuştur. Gogo’nun yaşlı kızı Andromahi bu bağışı seve seve yapmıştır. Ancak, topluluk, gerekli fonları sağlayamadığı için uzun yıllar köşkü kendi haline bırakmıştır. Hatta bazı topluluk yöneticileri yeniden köşkün yıkılmasını önermiştir.
1970’lerin başlarından itibaren, mesleği ve memleketine duyduğu sevgi nedeniyle mimar Aiantas Vazirgiantziki’nin girişimleri sayesinde köşkün korunması ve restorasyonu konusundaki çalışmalar başlamıştır. Vazirgiantziki’nin köyün topluluk yöneticileriyle yaptığı ilk görüşmeler, tereddütle karşılanmış ve olumsuz tepkiler almıştır.
Köşkün korunması ve restorasyonu sorunu, 1974 sonrası döneme kadar durmuş ve nihayet Vazirgiantziki’nin ısrarlı çabaları sayesinde olumlu bir şekilde sonuçlanmıştır. İlk seçilen topluluk başkanı merhum Giorgos Nikolaidis, Vazirgiantziki’yi ofisinde ziyaret ederek köşkün korunması konusunu ileriye taşımıştır. Vazirgiantziki, Kültür Bakanlığı’ndaki ilgili müdürden projeyi başlatma onayı almış ve Lesvoslu merhum Bakan Dimitrios Nianias’ın imzasıyla koruma ve restorasyon çalışmaları başlamıştır. Proje mühendis gözetiminde ve tecrübeli usta Vyron Mihalakelis’in önerisiyle yürütülmüştür.
Restorasyon çalışmaları, temel yapının bir kısmının aniden çökmesi ve devam eden yargı süreçleri nedeniyle askıya alınmıştır. Suçlananların beraat etmesinden sonra, projeyi Lesvos valisi Nikos Sifounakis ve topluluk başkanı merhum Pavlos Kambysellis devralmıştır. Teknik restorasyon çalışmaları, mimar Sifounakis’in kişisel denetimi altında dikkatli adımlarla ilerlemiş ve ekiplerin başında yine Vyron Mihalakelis bulunmuştur.
Sonuçta, derneklerin finansal katkıları ve topluluk başkanı Pavlos Kambysellis’in tam desteği sayesinde bina, Vatusa’nın Kültür Merkezi olarak kullanılmak üzere teslim edilmiştir (Açılış: 6-8-1989). Vatusa İlkokulu’nun nadir baskılar içeren tarihi kütüphaneleri buraya taşınmış ve bir ödünç verme kütüphanesi kurulmuştur. Binanın bodrum katında geleneksel ev ve tarım aletleri müzesi, zemin katında tarihi kütüphaneler, karşılama alanı ve ödünç verme kütüphanesi bulunmaktadır. Birinci katta eski şehir kıyafetleri sergilenirken, aynı katta başka bir odada 19. ve 20. yüzyıllarda köyün ve gurbetçilerin yaşamını gösteren siyah-beyaz fotoğraf sergisi yer almaktadır.
Yannis Manoukas

Το μοναδικής αρχιτεκτονικής αξίας κτίσμα της Βατούσας, που δεσπόζει από όποια πλευρά κι αν βλέπει κανείς το χωριό, κτίστηκε το 1865 από τον ιατρό Γεώργιο Γώγο, η οικογένεια του οποίου καταγόταν από την ιστορική και άλλοτε ακμάζουσα επί τουρκοκρατίας πόλη της Βορείου Ηπείρου ΜΟΣΧΟΠΟΛΗ. Ο Γεώργιος Γώγος απόφοιτος της αυτοκρατορικής Ιατρικής Σχολής τη ς Βιέννης , αφού διέπρεψε ως ιατρός στην Αυστρία κατά την παράδοση χρημάτισε ιατρός και στη Σουλτανική Αυλή.
Εγκαταστάθηκε στη Βατούσα στα μέσα του 19ου αιώνα και παντρεύτηκε τη Βικτωρία Λουλουδοπούλου, θυγατέρα του Αντ. Λουλουδόπουλου, εξ Αγχιάλου σημαντικού πολιτικού παράγοντα και δημογέροντα της Βατούσας, οποίος πρωταγωνίστησε στην οικοδόμηση του κεντρικού ναού της Κοιμήσεως της Θεοτόκου.
Στη Βατούσα ο Γ. Γώγος πέραν της ενασχόλησής του με τα λειτούργημά του, ασχολήθηκε και με τα κοινά της κωμόπολης και υπήρξε καθοριστικής σημασίας η συμβολή του στην εκπαιδευτική και εν γένει πνευματική ανάπτυξη της Βατούσας.
Το Αρχοντικό του Γώγου κτίστηκε με τις προδιαγραφές της νεοκλασικής αρχιτεκτονικής με την οποία κτίστηκαν τα μοναδικά αρχοντόσπιτα της Μυτιλήνης και μερικών χωριών του νησιού. Η κατασκευή του ολοκληρώθηκε το 1890 από το Γεώργιο Γώγο με σκοπό να δοθεί ως προίκα στην κόρη του Ανδρομάχη, η οποία είχε γεννηθεί το 1879.H Ανδρομάχη Γώγου παντρεύτηκε τον ευπατρίδη Αχιλλέα Κ. Καλλιγέρη, από την Σκαμιά. Έζησαν στο αρχοντικό τους στην Βατούσα έως το 1906. Εκεί, στην Βατούσα γεννήθηκαν τα τρία (από τα συνολικά 4) παιδιά τους. Το 1907 μετακόμισαν στο νέο αρχοντικό τους στην Σκαμιά. Στη συνέχεια το αρχοντικό κατοικήθηκε από τον αδελφό της ιατρό Αντώνιο Γώγο και τη σύζυγό του Ελένη και τη μητέρα τους Βικτωρία ως το 1922, έτος που πέθανε ο Αντώνιος Γώγος.
Μετά νοικιάστηκε και κατοικήθηκε περιστασιακά από κάποιες οικογένειες και μετά στεγάστηκαν εκεί Ιατρείο, ο Σταθμός Χωροφυλακής της Βατούσας και κρατητήριο κατά τη δύσκολη εποχή του Εμφυλίου. Οι παλιοί μάλιστα έλεγαν ότι στο ισόγειό του στέγαζαν ακόμα και υποζύγια.
Το αρχοντικό μεταπολεμικά ακατοίκητο φθειρόταν καθημερινά, και η απειλή κατάρρευσής του έθετε σε κίνδυνο τις παρακείμενες κατοικίες με τους ενοίκους τους. Στο Κοινοτικό Συμβούλιο του χωριού έντονος υπήρξε ο προβληματισμός και κάποιοι σύμβουλοι πρότειναν επιμόνως το κτίσμα να κατεδαφισθεί, αγνοώντας την ιστορική του σημασία και την αρχιτεκτονική του αξία. Και τούτο διότι τα περιορισμένα έσοδα της Κοινότητας δεν επέτρεπαν δαπάνες αναπαλαίωσης και συντήρησης του κτίσματος.
Στις αρχές της δεκαετίας του ’60 το αρχοντικό περιήλθε στην Κοινότητα Βατούσας με πρωτοβουλία της Κοινοτικής Αρχής διά του τότε κοινοτάρχη αείμνηστου Γεωργίου Μολυβιάτη, ο οποίος έχοντας επίγνωση της αξίας του Αρχοντικού όχι μόνο αντιδρούσε σε κάθε σκέψη γκρεμίσματος του Αρχοντικού μετέβη στη Συκαμνιά προκειμένου να συναντήσει την ιδιοκτήτρια κ. Ανδρομάχη Καλλιγέρη, στην οποία, όπως αναφέραμε, είχε περιέλθει ως προίκα, και να την παρακαλέσει για την παραχώρηση του Αρχοντικού στην Κοινότητα Βατούσας. Η γηραιά κόρη του Γ. Γώγου πρόθυμα προχώρησε στη δωρεά. Στη συνέχεια η κοινότητα διστάζουσα αρχικά και τελικά μη δυνάμενη να διαθέσει το απαραίτητο για τη δαπάνη ποσό για τις εργασίες συντήρησης και γενικά αναπαλαίωσης του κτίσματος το άφησε για πολλά χρόνια στην τύχη του. Και όχι μόνο, κάποιοι ιθύνοντες της κοινότητας πρότειναν και πάλι να κατεδαφισθεί.
Μέχρι που από τις αρχές της δεκαετίας του 70 άρχισε κάτι να κινείται και αυτό χάρη στο ενδιαφέρον, ως εκ του επαγγέλματός του και της αγάπης του για τη γενέτειρα, του αρχιτέκτονα μηχανικού κ. Αίαντα Βαζιργιαντζίκη, ανώτερου υπαλλήλου του Υπουργείου Πολιτισμού που φιλοδοξούσε να προσφέρει κάτι στο χωριό του. Και οι πρώτες κρούσεις του έγιναν ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του ΄70 προς τις κοινοτικές αρχές του χωριού συνάντησαν όμως το δισταγμό έως και τον αρνητισμό των ιθυνόντων.
Το ζήτημα της προστασίας και αναστήλωσης του Αρχοντικού έμεινε στάσιμο ως τη μεταπολίτευση για να πάρει το δρόμο του προς την αίσια έκβασή χάρη στο αδιάπτωτο ενδιαφέρον του κ. Βαζιργιαντζίκη τον οποίο μάλιστα επισκέφτηκε στο γραφείο του ο πρώτος εκλεγμένος πρόεδρος της Κοινότητας αείμνηστος Γιώργος Νικολαΐδης για να του ζητήσει να προωθήσει το ζήτημα του Αρχοντικού. Ο κ. Αίας πήρε από τον αρμόδιο διευθυντή του την έγκριση έναρξης των εργασιών προστασίας και αναστήλωσης του έργου με την υπογραφή του τότε Υπουργού Πολιτισμού Λέσβιου αείμνηστου Δημητρίου Νιάνια και άρχισαν οι εργασίες με επιβλέποντα μηχανικό και τον εμπειροτέχνη μάστορα Κ. Βύρωνα Μιχαλακέλλη με πρόταση του κ. Βαζιργιαντζίκη.
Οι εργασίες ανεστάλησαν λόγω αιφνίδιας κατάρρευσης μέρους του γρηπιδώματος με δικαστήρια και τα συναφή μέχρι την τελική αθώωση των κατηγορουμένων. Από κει και πέρα το έργο ανέλαβαν να φέρουν εις πέρας ο τότε Νομάρχης Λέσβου κ. Νίκος Σηφουνάκης με γενναίες χρηματοδοτήσεις και ο τότε πρόεδρος της Κοινότητας αείμνηστος Παύλος Καμβυσέλλης που και ως εκ της θέσεώς του επέβλεπε προσωπικά την πορεία των εργασιών.
Σε ό,τι αφορούσε το τεχνικό μέρος της αναστήλωσης, αποκατάστασης και διαρρύθμισης των εσωτερικών χώρων του έγινε με προσεκτικά βήματα και βάσει σχεδίου, το οποίο επέβλεπε προσωπικά και ο κ. Σηφουνάκης ως αρχιτέκτονας και υλοποιούταν με συνεργεία με επικεφαλής και πάλι τον κ. Βύρωνα Μιχαλακέλλη.
Τελικά χάρη και στην αγαστή συνεργασία των συλλόγων, οι οποίοι συνέβαλαν οικονομικά στην επίπλωσή του κτιρίου και στον εμπλουτισμό του με εκθετικό υλικό και με την αμέριστη συμπαράσταση του προέδρου της Κοινότητας Παύλου Καμβυσέλλη, το κτίριο παραδόθηκε σε χρήση ως το Πνευματικό Κέντρο της Βατούσας (Εγκαίνια 6-8- 89). Εκεί μεταφέρθηκαν οι ιστορικές βιβλιοθήκες του Δημοτικού Σχολείου Βατούσας με σπάνιες εκδόσεις και ιδρύθηκε δανειστική βιβλιοθήκη. Στο υπόγειο του κτιρίου στεγάζεται Μουσείο παραδοσιακής οικιακής και αγροτικής οικοσκευής, στο ισόγειο οι ιστορικές βιβλιοθήκες , χώρος υποδοχής και η δανειστική βιβλιοθήκη. Στον πρώτο όροφο εκτίθενται παλιές αστικές ενδυμασίες, ενώ σε άλλο δωμάτιο του ιδίου ορόφου λειτουργεί Έκθεση μαυρόασπρης φωτογραφίας στην οποία απεικονίζεται η ζωή του χωριού και του απόδημου στοιχείου του κατά τον 19ο και 20ό αιώνα.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΜΑΝΟΥΚΑΣ
