Ο τσαμπάσης υπήρξε μια γραφική φιγούρα της παλιάς εποχής που με την εξωστρέφειά του πλούτιζε και ποίκιλε τις κλειστές κοινωνίες των λεσβιακών χωριών και μου φαίνεται αξιοπρόσεχτο, όσο και περίεργο, το ότι απουσιάζει από το θεματολόγιο της λεσβιακής ηθογραφίας, αντίθετα με ό,τι συμβαίνει με τον τύπο της προξενήτρας, στις μεθόδους τεχνικής της οποίας νομίζω ότι βρίσκουμε πολλά κοινά γνωρίσματα με εκείνα των τσαμπάσηδων. Γι’ αυτό θεωρώ σκόπιμο εμείς οι παλιοί που τους γνωρίσαμε από κοντά και διατηρούμε ζωντανές ακόμα τις μνήμες γι’ αυτούς να αφήσουμε κάποιες μαρτυρίες, έτσι, σαν εκπλήρωση χρέους σε μια κατηγορία ανθρώπων που πέρα από την αυτονόητη κοινωνική προσφορά τους, έβαλαν τη σφραγίδα τους σε εποχές που συνεχώς απομακρύνονται αφήνοντας ξεθωριασμένα τα σημάδια τους.
Η συντεχνία, το σινάφι των τσαμπάσηδων υπήρξε από τα ακμαιότερα και πολυανθρωπότερα της Βατούσας. Σε μια κοινωνία με οικονομία γεωργοκτηνοτροφική ήταν φυσικό να πλεονάζουν τα ζώα ως εργαλεία παραγωγής και ως σχεδόν αποκλειστικά μέσα μεταφοράς προϊόντων και ανθρώπων και επομένως οι ανάγκες και οι συνθήκες που δημιουργούνταν για την εμπορία τους ήταν αρκετά μεγάλες, ώστε να προσελκύουν το επαγγελματικό ενδιαφέρον εκείνων που διέθεταν τα απαιτούμενα προσόντα.
Πρέπει ωστόσο να παρατηρήσουμε ότι οι τσαμπάσηδες που παρουσιάστηκαν κατά καιρούς στη Βατούσα ήταν πάντα περισσότεροι απ’ όσους χρειάζονταν, για να καλύπτουν τις δικές της ανάγκες, γι’ αυτό επεξέτειναν τις δραστηριότητές τους και σε άλλα χωριά και γενικά έκαναν αισθητή την παρουσία τους σε όλο σχεδόν το λεσβιακό χώρο. Αυτό αλλά και η επιτηδειότητα με την οποία ασκούσαν το επάγγελμά τους καθιέρωσε το χαρακτηρισμό «βατουσιανός τσαμπάσης» που λέγεται μέχρι σήμερα με κάποια σκωπτική διάθεση και με την έννοια του καταφερτζή, του ανθρώπου που δεν μπορείς να τον γελάσεις.
Οι τσαμπάσηδες της Βατούσας εμπορεύονταν όλα τα είδη των ζώων: αιγοπρόβατα, βόδια, γαϊδούρια, μουλάρια, φοράδες. Αγόραζαν και πουλούσαν ή τα αντάλλασσαν, τα έκαναν τράμπα, όπως έλεγαν τουρκιστί. Η βάση τους ήταν βέβαια η Βατούσα αλλά απ’ εκεί ξαμολιόνταν σε όλο το νησί ιδιαίτερα στα χωριά που είχαν μεγάλη αγροτική και κτηνοτροφική παραγωγή, όπως ο Μανταμάδος, η Άντισσα, η Ερεσός, ο Πολιχνίτος, η Βρίσα, ο Μεσότοπος, η Αγία Παρασκευή κ.α. Το πιο χοντρό όμως ζωεμπόριο γινόταν με περιοχές έξω από το νησί. Mακεδονία και κυρίως Θράκη. Συγκέντρωναν μεγάλο αριθμό από πρόβατα, συνήθως, και μουλάρια και από την Αποθήκα με γκαζολίνες τα μετέφερναν στα λιμάνια της Αλεξανδρούπολης (Ντεντέ Αγάτς) και της Καβάλας και απ’ εκεί έφερναν γύρα όλη την ύπαιθρο.
Οι συνθήκες της εργασίας τους ήταν πολύ δύσκολες, όπως για όλα τα επαγγέλματα της παλιάς εποχής. Η παντελής σχεδόν έλλειψη μεταφορικών μέσων τους ανάγκαζε να μετακινούν σε όλο το νησί με τα πόδια κοπάδια από αιγοπρόβατα και αγελάδια, ενώ πολύ χειρότερα γίνονταν τα πράγματα στις μετακινήσεις έξω από το νησί με τα σαπιοκάικα της εποχής, που πέρα από τους κινδύνους ναυαγίου προκαλούσαν δυσκολίες στη φόρτωση και εκφόρτωση. Όποιος αποφάσιζε να ασχοληθεί με το επάγγελμα του τσαμπάση έπρεπε να είναι προετοιμασμένος για τέτοιες συνθήκες και άλλες ακόμα, όπως η κακή διατροφή και η διανυκτέρευση πάνω στους ξύλινους καναπέδες των καφενέδων, καθώς ξενοδοχεία δεν υπήρχαν σε όλα τα χωριά και, όπου υπήρχαν, τα απέφευγαν ως περιττή πολυτέλεια. Ακόμα χειρότερα βέβαια ήταν τα ξενύχτια στα οποία αναγκάζονταν να υποβάλλονται, για να επιτηρούν τα ζώα, όταν δεν εύρισκαν χώρους σταβλισμού.
Για να γίνει κανείς τσαμπάσης δεν ήταν απλή υπόθεση. Παπουτσής, ράφτης, αγωγιάτης μπορούσε να γίνει ο οποιοσδήποτε. Όχι όμως και τσαμπάσης. Αυτός έπρεπε να συγκεντρώνει ειδικά προσόντα. Έπρεπε κατ’ αρχάς να διαθέτει το απαιτούμενο κεφάλαιο, την απαιτούμενη σιρμαγιά, για να ξεκινήσει τη δουλειά. Να αγοράσει τα πρώτα ζώα, να δείξει πρόσωπο και να προσελκύσει την εμπιστοσύνη της πελατείας που απλωνόταν σε όλα τα χωριά του νησιού. Έπρεπε να είναι κοινωνικός, ομιλητικός, εκδηλωτικός. Να καλλιεργεί καλές σχέσεις, για να δημιουργεί συμπάθειες που θα αύξαναν την πελατεία του, φιλίες, ιδιαίτερα στα διάφορα χωριά, που θα τον στήριζαν σε δύσκολες στιγμές και θα τον πληροφορούσαν για το ποιόν των ανθρώπων με τους οποίους θα συναλλασσόταν, καθόσον οι συναλλαγές πολλές φορές γίνονταν με πίστωση.
Κυρίως όμως έπρεπε να έχει επαρκείς γνώσεις γύρω από τα ζώα, το αντικείμενο του επαγγελματικού του ενδιαφέροντος. Να γνωρίζει τα πάντα γι’ αυτά. Αν επρόκειτο για ζώα, όπως πρόβατα, κατσίκια και αγελάδες, να υπολογίζει σωστά την παραγωγικότητά τους σε γάλα, καθώς και το βάρος τους, αν προορίζονταν για σφαγή. Αν επρόκειτο για μουλάρια, άλογα και γαϊδούρια (μουρντάρικα) έπρεπε να γνωρίζει την ηλικία τους – και αυτό το πετύχαινε με ακρίβεια εξετάζοντας τα δόντια τους – να διαπιστώνει την υγεία και την αντοχή τους στο φόρτωμα και στις αποστάσεις, να μην είναι άγρια, να μην κλωτσούν, να μη δαγκώνουν.
Το σπουδαιότερο όμως και εντελώς απαραίτητο προσόν ήταν να έχει το φυσικό χάρισμα του λόγου. Να είναι καταφερτζής. Και για να πετύχει σ’ αυτό, έπρεπε να είναι ειδικός στο ψέμα. Να διαθέτει το εκρηκτικό εκείνο μείγμα ιδιότυπης ρητορικής και ηθοποιίας που θα του έδινε τη δυνατότητα «τον ήττω λόγον ποιείν κρείττω». Που θα τον έκανε ικανό να διαφημίζει τα θετικά γνωρίσματα, υπαρκτά και ανύπαρκτα, των ζώων που επρόκειτο να πωλήσει και να υπογραμμίζει τα αρνητικά (κουσούρια) εκείνων που θα αγόραζε, έτοιμος πάντα να επιστρατεύσει τη σχεδόν στερεότυπη επιχειρηματολογία διανθισμένη με την κατάλληλη ονοματολογία. Προκειμένου για το ζώο που ήθελε να αγοράσει ξεκινούσε με ένα γενικό χαρακτηρισμό: του ζο είνι κ’σουρλούδ’κου, και προχωρούσε στην απαρίθμηση των λεπτομερειών. Το μουλάρι, ας πούμε, το έβρισκε ζαρωμένο, καμένο, άγριο (ατζαμήσ’κου τσι κλουτσιάρ’κου), με αργό και άρρυθμο περπάτημα (απτάλ’κου τσι νταχτατζή’δκου), με αναπνευστικά και κινητικά προβλήματα (σουλοτγάν’κου τσι καρακούσ’κου). Ενώ εκείνο που επρόκειτο να πουλήσει ίσης ή και κατώτερης αξίας και συμπεριφοράς το στόλιζε με όλα τα αντίστοιχα προσόντα. Μεγαλόσωμο (σαϊλήδ’κου τσι μπουγ’λούδ’κου), ανθεκτικό στο βαρύ φορίο (γουμαρλήδ’κου), με γρήγορη και ρυθμική περπατησιά ( σέρτ’κου τσι αραφάν’κου), ήμερο ( καματηρό) και πολλά άλλα κοσμητικά.
Κάποτε, στα νιάτα του, είχε ξεκινήσει και ο πατέρας μου να μυηθεί στην τέχνη του τσαμπάση. Διέθεσε λοιπόν κάποιο ποσό και συνεταιρίστηκε με τον Ληγουνή (Λεωνίδας) Πιτατζή ο οποίος πράγματι ήταν καλός δάσκαλος και μύστης «της τσαμπασικής τέχνης». Σύντομα όμως κρίθηκε ακατάλληλος και ανεπίδεκτος μαθήσεως και μάλιστα επιζήμιος για το εταιρικό όφελος, γιατί όχι μόνο δεν μπορούσε να πει ψέματα, αλλά και όταν άκουγε το Ληγουνή να τα αραδιάζει, εκείνος δεν μπορούσε να συγκρατήσει τα γέλια του και το παζάρι « πήγαινε κατά διαβόλου».
Τα παζάρια γίνονταν συνήθως σε κλειστό κύκλο. Στα χωράφια, στα σπίτια, στις εξοχικές καθισιές των μουστερήδων. Κατά κανόνα «έπαιζε» δηλαδή ο τσαμπάσης «σε ξένο γήπεδο», αλλά αυτό δεν τον πτοούσε. Του ήταν αρκετό να βρει το μουστερή ξεμοναχιασμένο, για να δράσει ανενόχλητος. Κάποια όμως γίνονταν και στα καφενεία, έφταναν δηλαδή στο ακροατήριο του κοινού της Βατούσας. Αυτό ήταν ένα θέαμα που δεν άφηνε κανέναν αδιάφορο. Ο τσαμπάσης φρόντιζε να υπάρχει και τουλάχιστον ένας αβανταδόρος, τυχαίος δήθεν και ουδέτερος παρατηρητής, που θα βοηθούσε να κλείσει το παζάρι τάχα προς το κοινό συμφέρον. Η διαπραγμάτευση, το παζάρι, συνήθως έπαιρνε αρκετό μάκρος, καθώς η απόσταση που χώριζε τα δυο μέρη ήταν μεγάλη. Κάποτε πια προέκυπτε μια τιμή που θα μπορούσε να γίνει κοινά αποδεκτή. Όμως το ναι δεν το έλεγε κανένας. Ιδιαίτερα ο τσαμπάσης έδειχνε ασυμβίβαστος, παραπονιόταν ότι ζημιώνει. Τότε πια ήταν η ώρα του αβανταδόρου που η παρέμβασή του ήταν καθοριστική. Έπιανε το χέρι του ενός και του άλλου και τα τραβούσε προσπαθώντας με έντονες προτροπές , κραυγές σχεδόν, να κάμψει την προσποιητή αντίσταση που πρόβαλλαν – εδώ είναι το τράβα με κι ας κλαίω – και να τα φέρει κοντά. Να τους αναγκάσει να «τα δώσουν». Με το δόσιμο των χεριών επισφραγιζόταν πια μια συμφωνία ισχυρή, όσο και η συμβολαιογραφική πράξη που οι άγραφοι κανόνες δεν επέτρεπαν την αθέτησή της (πισμάνημα). Οι παριστάμενοι υποδέχονταν την έκβαση «του αγώνα» με ικανοποίηση σχεδόν λυτρωτική.
Συνήθως ύστερα από ένα καλό, επικερδές παζάρι ακολουθούσε γλέντι στο καφενείο που κατά κανόνα τραβούσε σε μάκρος και κατέληγε και σε μουσικές και χορούς.
Ιδιαίτερος λόγος νομίζω ότι πρέπει να γίνει για τον Αριστείδη Πίτατζη παππούς του αείμνηστου παιδαγωγού και συγγραφέα Αριστείδη Κουτζαμάνη. Ο Αριστής ήταν «ο επιφανέστερος» των τσαμπάσηδων. Δεν του αποδίδω αυτό το χαρακτηρισμό με σκωπτική διάθεση. Ήταν πάντα ευδιάθετος, γλυκομίλητος, γουστόζος, αγαπητός σε όλους, έντιμος και φερέγγυος στις συναλλαγές του. Ιδιαίτερη αίσθηση προκαλούσε η εξωτερική του εμφάνιση με το στριφτό μουστάκι, τις πάντα γυαλισμένες μπότες του (ποδήματα) και τη νησιώτικη βράκα που πάνω του έπαιρνε ασυνήθιστη χάρη. Όταν έπεφτε στα χέρια του κανένα ωραίο άλογο, το καβαλίκευε και το περνούσε καμαρωτός από την πλατεία του χωριού. Σπίθιζαν τα πέταλα του ζώου πάνω στις σιδερόπετρες του καλντεριμιού και ξεσήκωνε μικρούς και μεγάλους. Ο στάβλος του (τάβλα) στο κάτω μέρος του χωριού ήταν πάντα περιποιημένος με λογής ζώα προορισμένα για πώληση ή ανταλλαγή. Στα παιδικά μας μάτια ο στάβλος αυτός φάνταζε σαν ζωολογικός κήπος με λογής ζώα ελεύθερα και ανακατωμένα. Γελάδες και ταυριά, άλογα, φοράδες και μουλάρια που κάθε τόσο ανανεώνονταν, καθώς η εμπορική κίνηση της επιχείρησης ήταν συνεχής. Τα λόγια του, τα καμώματά του, «τα έργα και οι ημέρες του», έπαιρναν ανεκδοτολογικό χαρακτήρα και κάποια απ’ αυτά μνημονεύονται ως σήμερα και συνεχίζουν να διασκεδάζουν, ιδιαίτερα τους ανθρώπους που τον γνώρισαν. Ένα από τα πιο γνωστά είναι και τούτο:
Κάποτε είχε έρθει στην περιοχή ένας εμπορικός αντιπρόσωπος κάποιας εταιρίας που ήθελε να αγοράσει λάδια. Πήγαν λοιπόν στην Άντισσα όσοι διέθεταν λάδι, για να διαπραγματευτούν την τιμή του. Πήγε και ο Αριστής. Ο αντιπρόσωπος ρωτούσε τον καθένα ποιας οξύτητας ήταν το λάδι που πουλούσε. Κάποιοι είπαν δέκατα, άλλοι είπαν άσσος, μερικοί δυάρι. Ήρθε και η σειρά του Αριστή.
-Το δικό σας το λάδι, κύριε Αριστείδη, τι οξύτητα έχει; Του λέει ο έμπορος. Και ο Αριστής, νομίζοντας ότι η οξύτητα είναι ένα μέγεθος που αξιολογείται σε σχέση με τη μεγάλη ποσότητα, όπως , ας πούμε, το βάρος ενός βοδιού:
-Εμ δώδικα, δικαπέντι.
-Μα αυτό είναι ποσέλαιο, δεν είναι λάδι.
-Μι του παρδόν ποιο είνι του καλό του λαδ, κυρ έμπουρα;
– Δέκατα, άσος, άντε ενάμισι.
– Μήδι μια, μήδι μ’σή, μηδι καθγιόλ. Άσους, λαπάντ.
Το τσαμπασλίκι ξεκινούσε σαν βιοπορισμός και κατέληγε μεράκι, τέχνη . Ο τσαμπάσης και όταν έπαυε να ασκεί το επάγγελμά του, δεν απέβαλλε τις συνήθειες που αυτό του κληροδότησε. Το ενδιαφέρον προς τα ζώα και την ικανότητά του να διαπραγματεύεται σε οποιοδήποτε επίπεδο. Θυμάμαι τον μπάρμπα μου, που έλεγε. «Βρε ‘γω νιώνου (ξυπνώ) τ’ νύχτα τσι ου νους μ’ είνι ποιον θα γιλάσου τ’ μέρα που ξ’μηρών’». Κάποιοι μάλιστα συνδυάζοντας «το τερπνόν μετά του ωφελίμου» μετά την απόσυρσή τους από την «ενεργό δράση» συνέχιζαν να κινούνται στο χώρο του επαγγέλματος με το ρόλο του μεσίτη, όχι βέβαια αφιλοκερδώς.
Η συντεχνία των βατουσιανών τσαμπάσηδων ανήκει στο παρελθόν. Κανείς πια δε επιζεί απ’ αυτή τη γενιά. Τα παιδιά και τα εγγόνια τους διατηρούν κάποια ενθύμια και πολλές ιστορίες απ’ την επαγγελματική και οικογενειακή τους ζωή. Κι εμείς που τους γνωρίσαμε και που γλύκαναν τα στενάχωρα παιδικά μας χρόνια τους ανακαλούμε, όποτε «ταιριάσει», στη μνήμη μας με συμπάθεια και με νοσταλγία.
Χρήστος Αν. Σταυράκογλου
φιλόλογος