ΟΙ ΑΚΑΚΙΕΣ ΑΝΘΙΣΑΝ ΚΑΙ ΦΕΤΟΣ …
Μου συμβαίνει συχνά, όπως και σε σας υποθέτω, οσμές που οσφραίνομαι, έτσι απρόσμενα, να με παραπέμπουν στο απώτερο παρελθόν των παιδικών μου χρόνων, κυρίως.
Σε πρωινό μου περίπατο τις προάλλες κατά Παλαιό Φάληρο μεριά ήρθε στη μύτη μου μια μυρωδιά λουλουδιού, γνώριμή μου από παλιά, και ψάχτηκα γύρω μου. Λίγο πιο πέρα δυο ολάνθιστα δέντρα με κάτι μοβ λουλουδάκια, αντάμα σαν ανθοδέσμες. Ήταν τα δέντρα αυτά που στο χωριό μας αποκαλούσαμε κι αυτά ακακίες. Μια σειρά τέτοια δέντρα ήταν απέναντι από την εξώπορτα του δημοτικού μας σχολείου. Μα και εμείς έξω και δεξιά βγαίνοντας από την αυλόπορτά μας είχαμε μια μεγάλη ακακία που το ύψος της ανέβαινε στα μεσούρανα. Ένα μεγάλο κλαδί στραμμένο προς τη δύση και το αξιοποιούσαμε για να κρεμάμε το σκοινί για την κούνια, όταν το έθιμο ήταν στον καιρό του – κυρίως μετά το Πάσχα,- γιατί θυμάμαι πως ψάλλαμε το «Χριστός Ανέστη», όταν «κουνιόμασταν», ως συνέχεια του εθίμου στο πανηγύρι της Ευρυτέρας τη Λαμπροπαρασκευή. Μάλιστα, η δυνατότητα για κούνια στην ακακία μας ήταν επινόηση του συμμαθητή μου Γιάννη Βαζιργιαντζίκη που πάντα ριψοκίνδυνος έριξε την ιδέα. Βρήκαμε ένα φόρτωμα (σκοινί χοντρό) και να σου η κούνια που έκτοτε καθιερώθηκε κι όχι μόνο για τις μέρες του Πάσχα.
Το δέντρο εκείνο είχε φυτέψει η γιαγιά μου, μόλις χτίσανε τα καινούργια (δίδυμα) σπίτια της μάνας μου και της θείας μου. (κάπου στα 193..). Κι όσο αυτό θράσευε η γιαγιά μου το καμάρωνε κι ανελάμβανε το σχετικό σκούπισμα, έτσι για να μην παραπονιούνται οι θυγατέρες της, σαν το φθινόπωρο οι γινωμένοι κι άχαροι καρποί του έπεφταν και τα σκουπίδια γέμιζαν το καλντερίμι. Θα με ρωτήσετε βέβαια «κι η ωραία μυρουδιά των λουλουδιών του δέντρου τον Ιούνη δεν τις συγκινούσε;» Ποιος όμως τότε επεφύλασσε στον εαυτό του την πολυτέλεια να κοντοσταθεί για λίγο σωματικά και νοητικά για να αισθανθεί τη μυρωδιά του λουλουδιού, σε εποχή που όλοι ήταν επιστρατευμένοι στις δουλειές των χωραφιών κι η Μερόπη και το Βασιλικό, πριν φέξει έτρεχαν στα χωράφια για βοτανίσματα, καπνά και τα συναφή.
Η συχωρεμένη η μάνα μου, που φαίνεται δεν είδε ποτέ με ιδιαίτερη συμπάθεια τούτο το δέντρο- γιατί εκτός από σκουπίδια, λίγο μετά ο κανακάρης της… κινδύνευε με κάποιο γκρεμοτσάκισμα, κάθε φορά που έφτιαχνε την κούνια. Σε κάποια στιγμή, σαν κυρίεψε τη μάνα μου η μανία του… εκμοντερνισμού του σπιτιού της από τα μέσα του ’70, σκέφτηκε πως ήρθε κι η σειρά του δέντρου. Ήμουν πια παντρεμένος και με παιδιά, νομίζω μάλιστα πως κάποιο καλοκαίρι έφτιαξα και κούνια στο δέντρο για το γιο μου. Τότε ήταν που η μάνα μου, άρχισε να μου παραπονιέται πως το δέντρο μεγάλωσε πολύ κι απλώνει τις ρίζες και της βουλώνει το καράβωμα, κι αφήνει σκουπίδια και δεν μπορεί γριά γυναίκα μαθές να σκουπίζει κάθε πρωί και τα τοιαύτα. Κι είχε ως ένα βαθμό δίκιο, όχι πάντως για το καράβωμα. Τόλμησε σε κάποια στιγμή να πει πως θα βάλει άνθρωπό να το κόψει. Της το ξέκοψα αμέσως. Εντύπωση μου έκαμε πως ο πατέρας δεν είχε άποψη κι ούτε έλεγε κουβέντα, κάθε φορά που η μάνα μου αναφερόταν στο … επίμαχο γι αυτήν ζήτημα. Κι εγώ βεβαιώθηκα πως το δέντρο τής είχε γίνει εμμονή.
Να μην τα πολυλογώ, αφού για κάνα δυο καλοκαίρια μού αποκλαύτηκε για το … ζημιάρικο δέντρο, σε κάποια στιγμή- σαν έλειπα φυσικά- βρήκε άνθρωπο και το ‘κοψε. Κι όχι μόνο. Με μανία… εκδικητική πάνω και γύρω από τον κομμένο σύρριζα κορμό του έχυνε για μέρες πετρέλαιο για να μην ξεκορφίσει ούτε βλαστάρι. Έτσι ένα δέντρο που θεωρούσα στοιχειό του σπιτιού και της γειτονιάς μου, κάτω από τα κλαδιά του οποίου αντάμωναν τα βράδια του καλοκαιριού με το φως του φεγγαριού, και στη χάση του με το φως των αστεριών, οι γείτονες κι οι γειτόνισσες του μαχαλά. Η φαμελιά της γιαγιάς μου, η κυρά Κασσάνδρα κι ο κυρ Ιάκωβος * με τα παιδιά τους, η κυρά Ανδρονίκη κι ο κυρ Ευριπίδης** με τα παιδιά τους κι αργότερα η κυρά Εριφύλη*** με τις θυγατέρες και τα εγγόνια της. Με πείραξε πολύ.
Κι ο πατέρας μου βέβαια την άφησε, γιατί ανέκαθεν το’ χε συνήθειο για πράγματα που έκρινε όχι σημαντικά στη ζωή της οικογένειάς του ν’ αφήνει να περνά το δικό της. Ίσως για να την εκτονώσει. Για άλλα, η μακαρίτισσα ούτε που τολμούσε, παρά μόνο όταν ήταν απόλυτα βέβαιη πως είχε δίκιο, και τις περισσότερες φορές δικαιωνόταν.
Έτσι, όταν ένα καλοκαίρι αρχές του ΄80, αν καλοθυμάμαι, γυρνώντας στο χωριό αντίκρισα τα ξώθυρα του πατρικού μου κι είδα τη γύμνια του χώρου, την απουσία σκιάς και το κομμένο δέντρο, η καρδιά μου κρύωσε. Δεν μου έβγαινε να σηκώσω καυγά, γιατί δεν ωφελούσε. Δε το συγχώρεσα όμως ποτέ στη μάνα μου. Κι όσες φορές της το θύμιζα, δε χαμπάριαζε…
Η ψυχή όμως του δέντρου δεν πέθανε. Φώλιαζε στις ρίζες του και στα θαμμένα σπόρια του. Κι αυτά επωφελήθηκαν από την ερημιά του απέναντι σπιτιού, ξεφύτρωσαν στην αρχή δειλά-δειλά ανάμεσα στα ξερόχορτα και σε δυο δεκαετίες υψώθηκαν απέναντί μας τρία δέντρα που σκορπούσαν τις οσμές των λουλουδιών τους τούτη την εποχή στη γειτονιά μου μέχρι πέρσι, χωρίς να λείπουν τα παράπονα των λιγοστών γειτόνων. Έτσι κόπηκαν και αυτά χάριν θέας … για κάποια σπίτια. Εγώ ωστόσο πιστεύω στην επιμονή των δέντρων αυτών να ζήσουν και σε λίγα χρόνια μέσα από τα υπολείμματά τους θα ξαναζωντανέψουν.
Απλώθηκα πολύ και ξεστράτισα από τον αρχικό σκοπό μου που δεν ήταν άλλος από τις μνήμες που μου ξέθαψαν οι συνειρμοί των οσμών εκείνου του πρωινού και ξετυλίγονταν καθώς περπάταγα παράλληλα με τις ακτές του φαληρικού όρμου και τις γραμμές του τραμ.
Την εποχή εκείνη, μέσα δεκαετίας του ’50, που μου ξάνοιξε στη μνήμη η οσμή τούτων των λουλουδιών, που βάραινε μεθυστικά όσο ψήλωνε ό ήλιος κι έφτανε το αποκάρωμα του μεσημεριού, η άνοιξη ωρίμαζε σαν το φρούτο. Το πράσινο της φύσης φτάνοντας στο υπέρτατο του οργασμού του όδευε σε ένα ακόμα τέλος, καθώς τα χόρτα ωρίμαζαν κι άρχιζαν αδιαμαρτύρητα να κιτρινίζουν
Το χωριό είχε πια ξυπνήσει για τα καλά από το βαρύ λήθαργο του χειμώνα. Στο σπίτι μας ξεσηκωμός. Η μάνα μου είχε ετοιμάσει το ξέσασμα του σπιτιού με γενική καθαριότητα, αλλαγή των χειμωνιάτικων χαλιών, σοβάντισμα των εσωτερικών τοίχων, αλλά και της αυλής με ασβέστη που πάντα ερέθιζε τις ρόγες των δαχτύλων της με πόνους. Στο τζάκι μας έσβηνε από τους τοίχους της παραχούτης με ζήλο περίσσιο τα μαύρα ίχνη της φωτιάς, που μας ζέσταινε σώματα και ψυχές τα καταχείμωνα, κι έβαζε τα καλά της π’χαρουπάνια στο π’χαρί.
Οι μεγάλοι έμπαιναν πια αναγκαστικά και αναπόφευκτα στον οργασμό των δραστηριοτήτων της αγροτικής ζωής. Φυτέματα στα καπνοχώραφα και βοτανίσματα στα σταροχώραφα. Στους μπαξέδες αργά και βασανιστικά ωρίμαζαν οι πολυπόθητοι καρποί του καλοκαιριού που τώρα τους έχουμε και καταχείμωνα, χωρίς τη λαχτάρα της προσμονής και την οσμή της αγνότητας. Οι μέρες όλο και μεγάλωναν, ο ήλιος ζέσταινε κι αποκάρωνε όλους μας τα μεσημέρια κι η δουλειά σκλήραινε ανυπόφορα. Μα ο πατέρας μου με το θειο μου το Γιάκωβο μακριά από όλα τούτα είχαν έγνοιες διαφορετικές που υπαγόρευε η πατροπαράδοτη τέχνη τους. Ετοίμαζαν τα καμίνια μας για την καινούρια περίοδο. Μερεμέτια στο καμίνι, ξεχορτάριασμα στο σεργί, καθάρισμα των λάκκων, ανακαίνιση των καλουπιών και, βέβαια, φτιάξιμο και συγύρισμα της καθισιάς μας.
Και μείς τα σχολιαρόπαιδα φτάναμε στο τέλος μιας ακόμα σχολικής χρονιάς. Και δω στο σχολείο άλλες προετοιμασίες. Πλησίαζε το τέλος και δέσποζαν πια στη καθημερινότητα του σχολείου μας οι πρόβες για τις καθιερωμένες τελετές με τη λήξη του σχολικού έτους. Γυμναστικές επιδείξεις και η γιορτή της λήξης του διδακτικού έτους με ποιήματα και σκετς θεατρικά. Πρόβες συνέχεια. Ασκήσεις σουηδικής και ασκήσεις ρυθμικής με τραγουδάκια. Θυμάμαι ένα που άρχιζε με το «στη βρύση τη βουνήσια ήταν μια φλαμουριά» Οι μανάδες μας αγόραζαν από νωρίς τα μπλε πανταλονάκια με το λαστιχάκι στη μέση για τα αγόρια και τις φουφούλες για τα κορίτσια. Παπούτσια πάνινα που ανυπόμονοι τα φορούσαμε πολύ πιο πριν τις Επιδείξεις. Φθείρονταν και την ημέρα των επιδείξεων οι μάνες μας αγόραζαν ένα λευκό υγρό, το στουμπέτσι και τα έβαφαν.
Κι όλο τούτο το σχολικό χαλάρωμα μαζί με τα ξαναγέννημα της φύσης υπέθαλπε απροσδιόριστα ακόμα ερωτικά σκιρτήματα. Εξομολογήσεις μεταξύ φίλων για το κορίτσι του πόθου μας και πάει λέγοντας. Οι μεγάλοι πιο προχωρημένοι ήδη είχαν βρει το ταίρι τους. Ματιές, ραβασάκια με όρκους πίστης κατά την υπαγόρευση της ερωτικής επιστολογραφίας.
Το τέλος έφτανε με τα ενδεικτικά και τα απολυτήρια για να σκορπιστούμε όλοι εκεί που μας έταξαν οι δουλειές της φαμελιάς μας. Καπνά, θερίσματα κι αλωνίσματα και το καλοκαίρι γινόταν πια μια καθημερινότητα κι έλιωνε μέρα τη μέρα μέσα στον ιδρώτα, τη δίψα αλλά και τις γεύσεις των καρπών και των φρούτων. Ο Σεπτέμβρης πάντως ήταν βέβαιο ότι δε θα αργούσε…
ΕΓΡΑΦΑ ΤΟ ΜΑΗ ΤΟΥ 2012
ΓΙΑΝΝΗΣ ΜΑΝΟΥΚΑΣ