Η ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΤΗΣ ΒΑΤΟΥΣΑΣ ΚΑΙ ΟΙ ΑΣΧΟΛΙΕΣ ΤΩΝ ΚΑΤΟΙΚΩΝ ΤΗΣ.

Η Βατούσα, η ύπαρξη της οποίας μαρτυρείται από τα υστεροβυζαντινά χρόνια, είναι ένας οικισμός κτισμένος στη βορεινή πλευρά ενός λόφου στο μέσον περίπου μιας μεγάλης λεκάνης που περιβάλλεται από χαμηλά βουνά και αποκαλείται σήμερα από τους γεωλόγους ηφαιστειακός κρατήρας Βατούσας. Πιστεύεται ότι εδώ  υπήρξε το ηφαίστειο, από την έκρηξη του οποίου πριν από 20 εκατομμύρια χρόνια δημιουργήθηκε το ανάγλυφο του τόπου και το απολιθωμένο δάσος στο δυτικό τμήμα της Λέσβου. Η αγροτική περιφέρεια της Βατούσας είναι μικρή, περιορισμένη στο μισό περίπου και προς τη βορεινή πλευρά της λεκάνης που αναφέραμε, και κυριολεκτικά συνθλίβεται ανάμεσα στις μεγάλες αγροτικές περιφέρειες των γειτονικών οικισμών που την περιβάλλουν.

     Το έδαφος μέσα στη λεκάνη είναι λοφώδες με λίγο χώμα και μικρή γονιμότητα, ανάμεσα όμως στους λόφους υπάρχουν μικρές εκτάσεις γης με περισσότερο χώμα, πιο κατάλληλες για καλλιέργεια. Στην περιμετρική ημιορεινή και ορεινή ζώνη το έδαφος είναι πετρώδες και άγονο, που προσφέρεται μόνο για κτηνοτροφική εκμετάλλευση. Η περιορισμένη αγροτική περιφέρεια και το άγονο γενικά του εδάφους δεν ήταν δυνατό να συντηρήσουν επαρκώς τον πληθυσμό ενός αγροτικού οικισμού, που μέχρι τη δεκαετία του 1940 σταθερά κυμαινόταν  κοντά στους 1500 κατοίκους. Το γεγονός αυτό έπαιξε αποφασιστικό ρόλο στην πορεία του οικισμού και στο μέλλον των κατοίκων του και οδήγησε μεγάλο μέρος στην μετανάστευση κατά τα χρόνια της Τουρκοκρατίας προς τη Μικρά Ασία, την Κωνσταντινούπολη και την Αμερική και από τη δεκαετία του 1950 στο εσωτερικό της χώρας μας (κυρίως στην Αθήνα) και στο εξωτερικό (πιο πολύ στην Αυστραλία). Η ραγδαία σταδιακή πληθυσμιακή συρρίκνωση είχε ως αποτέλεσμα σήμερα οι μόνιμοι κάτοικοι της Βατούσας μόλις να υπερβαίνουν τους 200. 

      Τα εδαφολογικά δεδομένα που αναφέραμε καθόρισαν και τις ασχολίες των κατοίκων, που δεν είχαν άλλη επιλογή παρά την ενασχόληση με τις αγροτικές εργασίες, οι οποίες έμειναν σταθερές και χωρίς καμιά αλλαγή μέχρι και τη δεκαετία του 1950.  Η μεγάλη πλειονότητα των κατοίκων ήταν γεωργοί, που με το ξύλινο πρωτόγονο ησιόδειο άροτρο, συρόμενο λόγω εδαφικών συνθηκών μόνο από αγελάδες, καλλιεργούσαν τα δημητριακά, σιτηρά κατά κύριο λόγο, με πολύ μικρή αποδοτικότητα, σε σημείο που το παραγόμενο σιτάρι για το ψωμί να μην επαρκεί για τους περισσότερους να καλύψει τις ανάγκες όλης της χρονιάς.

      Παράλληλα με την κύρια αυτή αγροτική ενασχόληση υπήρχαν για τους αγρότες και τέσσερις ακόμη αξιόλογες ενασχολήσεις, οι καλλιέργειες του καπνού, της αμπέλου και της ελιάς και η συγκομιδή του βελανιδοκαρπού. Η καπνοκαλλιέργεια άρχισε από τις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνα και ενισχύθηκε σημαντικά από την άφιξη των προσφύγων της μικρασιατικής καταστροφής, που είχαν παράδοση στην καλλιέργεια αυτή. Όμως η καπνοκαλλιέργεια ήταν μια πονεμένη ιστορία λόγω της σκληρής αντιμετώπισης των παραγωγών από τους καπνέμπορους που τους εκμεταλλεύονταν ανηλεώς. Όλοι σχεδόν οι αγρότες είχαν και το μικρό τους αμπέλι για να εξασφαλίσουν για την οικογένειά τους τα πολύτιμα προϊόντα της καλλιέργειας αυτής.  Η εκμετάλλευση της ελιάς ήταν περιορισμένη για τα δεδομένα του νησιού μας, καθώς υπήρχαν παλαιά ελαιοκτήματα και ελαιόδεντρα, ενώ δεν έγινε επέκταση της ελαιοκαλλιέργειας. Τέλος η συλλογή του βελανιδοκαρπού το Σεπτέμβριο απέφερε στους κατοίκους πολύ “ ζεστό χρήμα “ για κάλυψη αναγκών και εξόφληση χρεών. Αυτό όμως μέχρι το 1964, όταν τα βυρσοδεψεία της χώρας μας αντικατέστησαν τον βελανιδοκαρπό με χημικές ουσίες.

       Αφήσαμε την κτηνοτροφία. Την περίοδο στην οποία αναφερόμαστε ήταν περιορισμένη, γιατί όλες οι χωματερές εκτάσεις καλλιεργούνταν και για την προβατοτροφία έμενε η περιμετρική άγονη ζώνη, όπου κυριαρχούσε και τότε ο αγκαθωτός θάμνος της αστοιβής. Εκεί υπήρχαν οι “μιράδες” , μεγάλες εκτάσεις γης, ιδιωτικής ή της Κοινότητας, όπου οι κτηνοτρόφοι νυχθημερόν ήταν απασχολημένοι με τα ποίμνιά τους, καθώς οι βοσκότοποι γειτόνευαν με καλλιέργειες.

      Τέλος υπήρχαν και διάφορα άλλα επαγγέλματα, που είτε άμεσα σχετίζονταν με την ύπαιθρο είτε συνέβαλλαν στη διεκπεραίωση των αγροτικών ασχολιών. Μεγάλη πέραση είχε το επάγγελμα του καρβουνιάρη, αφού τα ξυλοκάρβουνα ήταν υπερπολύτιμα για θέρμανση και μαγείρεμα, επίσης και τα επαγγέλματα του αγωγιάτη για κάθε είδους μεταφορές και του σκαφτιά για όλες τις αγροτικές καλλιέργειες. Ενδεικτικά ακόμη αναφέρω και το επάγγελμα του κατασκευαστή σετιών (πεζούλες) για τα επικλινή εδάφη, του κλαδευτή και άλλων για συγκεκριμένες εργασίες.

       Εκείνο που αξίζει ιδιαίτερα να τονιστεί είναι το γεγονός ότι οι όλοι οι ασχολούμενοι με τις αγροτικές εργασίες καταγίνονταν με πολλές από αυτές, ώστε να μπορούν σε δύσκολους καιρούς να αντεπεξέρχονται, έστω και στοιχειωδώς, στην κάλυψη των οικογενειακών υποχρεώσεων. Έτσι ο γεωργός θα ήταν και καπνοπαραγωγός, θα είχε και το αμπελάκι του, το περιβολάκι του, θα συνέλεγε το βαλανιδοκαρπό, θα ασχολούνταν με τις ελιές, και θα μπορούσε να καταγίνεται με οποιαδήποτε άλλη αγροτική εργασία. 

      Εντός του οικισμού κυριαρχούσαν πολλά επαγγέλματα, αναγκαιότατα στους χρόνους εκείνους. Εκτός από τα αυτονόητα του παντοπώλη και του καφετζή για ένα οικισμό με αρκετό πληθυσμό τρία επαγγέλματα ασκούνταν από αρκετούς επαγγελματίες το καθένα. Ήταν τα επαγγέλματα του ράπτη, του τσαγκάρη και του ξυλουργού. Ήταν εκείνα τα επαγγέλματα που κάλυπταν όλες τις σχετικές ανάγκες των κατοίκων, γιατί δεν υπήρχαν αντίστοιχα αγαθά και προϊόντα έτοιμα και εισαγόμενα. Μάλιστα αρκετοί από αυτούς τους επαγγελματίες είχαν πελατεία και στα γειτονικά χωριά, ακόμη και σε απομεμακρυσμένα.  Κάποιοι πάλι ήταν περιφερόμενοι με υποζύγια πωλητές υφασμάτων, ειδών ραπτικής και νοικοκυριού, ειδών ζωτικής σημασίας για όλους. Τέλος για  κάλυψη των αναγκών των χρόνων εκείνων υπήρχαν και άλλα επαγγέλματα, όπως του σιδηρουργού, του φανοποιού και φυσικά του οικοδόμου, αν και το τελευταίο το ασκούσαν συνήθως επαγγελματίες από γειτονικά χωριά.

       Τα πράγματα αλλάζουν ριζικά και με ταχύτατο ρυθμό από την αρχή της δεκαετίας του 1960. Μέσα σε λίγα χρόνια εγκαταλείπονται οι δυο κύριες αγροτικές ασχολίες, η καλλιέργεια των δημητριακών και η καπνοκαλλιέργεια. Σταματά η συλλογή του βελανιδοκαρπού και φθίνει και φτάνει στο τέλος της η αμπελουργία. Όλα τα επαγγέλματα που ασκούνταν εντός του οικισμού συνεχώς περιορίζονται και τα περισσότερα εκλείπουν οριστικά και τελικά διαμορφώνεται η σημερινή κατάσταση, για την οποία θα γίνει λόγος στο τέλος.

     Τα αίτια που προκάλεσαν την κατάσταση αυτή είναι κυρίως δύο. Το πρώτο είναι η συνεχής και ραγδαία συρρίκνωση του πληθυσμού και προπαντός των νέων ανθρώπων με τη μετανάστευση στο εσωτερικό της χώρας και στο εξωτερικό. Και δεύτερο και σπουδαιότερο είναι το γεγονός ότι οι καλλιέργειες της γης και η άσκηση όλων σχεδόν των επαγγελμάτων ήταν εντελώς ασύμφορες, αφού τα αντίστοιχα αγαθά και προϊόντα με το εμπόριο διετίθεντο σε προσιτές τιμές. Παράλληλα ανήρχετο σημαντικά το βιοτικό επίπεδο για τα χωριά και σε αυτό πολύ συνετέλεσε η θέσπιση των αγροτικών συντάξεων τη δεκαετία του 1960.

        Σήμερα έχει παγιωθεί μια κατάσταση, που χωρίς ουσιώδη μεταβολή υφίσταται εδώ και τρεις τουλάχιστον δεκαετίες. Η μόνη συμφέρουσα ασχολία που συνεχίστηκε και επικράτησε είναι η κτηνοτροφία, αφού όλη η άλλοτε καλλιεργούμενη γη έγινε τόπος βοσκής των προβάτων. Αλλά και η κτηνοτροφία δεν θα μπορούσε να επιβιώσει, αν δεν υπήρχε η κρατική ενίσχυση με τις επιδοτήσεις.

Συνεχίστηκε ακόμη με τη συνδρομή των κρατικών επιδοτήσεων η ελαιοκαλλιέργεια, που συνεχώς όμως φθίνει γιατί τα ελαιοκτήματα μένουν απεριποίητα, τα δυσπρόσιτα εγκαταλείφτηκαν και υπάρχει πρόβλημα στην ελαιοσυλλογή. Από τα επαγγέλματα το μόνο που συνεχίστηκε ήταν του ξυλουργού, αλλά και αυτό περιορίζεται συνεχώς, αφού οι εργασίες περιορίστηκαν και οι επαγγελματίες έμειναν λίγοι.

 

Βαγγέλης Γδοντέλης

Φιλόλογος

ΑΛΛΑ ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΝΤΑ ΑΡΘΡΑ