Η ΜΟΥΡΙΑ ΤΗΣ ΓΕΙΤΟΝΙΑΣ ΜΟΥ

 Η ΜΟΥΡΙΑ  δίπλα στο πατρικό μου σπίτι,  κολλητά στην αυλή μας, είναι από τα πρώτα πράγματα που γνώρισα, αφ’ ότου  άρχισα να καταλαβαίνω τον κόσμο. Την έβλεπα κάθε μέρα και όλη την ημέρα απ’ το πρωί ως το βράδυ. Το πρωί όταν  έβγαινα απ’ την κάμαρή μου και τρίβοντας τα μάτια μου καλούσα επιτακτικά και πεισματικά τη μάνα μου να παρατήσει τις δουλειές της και να ανέβη  να με ντύσει, ως το σούρουπο που έπεφτε σιγά, σιγά  η νύχτα  και την τύλιγε μαζί με όλα τ’ άλλα στο μαγνάδι της. 

Μεγαλώνοντας  άρχισα  να  τη βλέπω σαν  ένα ζωντανό οργανισμό  που μεταμορφωνόταν με την ανακύκληση των εποχών. Σαν ένα  κομμάτι της  φύσης  που έφερνε  μέσα στη γυμνή αυλή μας   το πράσινο, το θρόισμα, τα πουλιά, τη δροσιά και τον ίσκιο, αλλά και το φθινοπωρινό φυλλορρόημα που προκαλούσε τον εκνευρισμό της μάνας μου που ήθελε να βλέπει την αυλή μας πάντα καθαρή και περιποιημένη.  Συχνά  την ένιωθα  σαν απρόσκλητο επισκέπτη που παραβιάζοντας  το οικογενειακό μας  απόρρητο  έγερνε μέσα στην αυλή μας και άπλωνε αδιάκριτα «τις κεραίες» της, για να καταγράφει τα μυστικά μας, τις κρυφές χαρές ή τις γκρίνιες μας. Τώρα,  στο γέρμα της ζωής μου,  πίνοντας στον παχύ ίσκιο της τα αυγουστιάτικα απομεσήμερα τον καφέ μου, αναμετρώ τα χρόνια της ζωής μου που πέρασαν και τα λίγα που μου απομένουν και νιώθω να με ακουμπά ένα είδος ζήλειας, καθώς στοχάζομαι ότι τούτο εδώ το βλάστημα της φύσης έχει το ελιξίριο της νιότης και της ανανέωσης. Έχει τη δύναμη να πολεμά τη φθορά και να αναχαιτίζει το θάνατο. Του κόβεις ένα κλαδί και αμέσως αναβλαστάνουν άλλα καινούργια και σφριγηλά. Μόνο που το ίδιο δε νιώθει αυτή την εύνοια της φύσης.     

Η μουριά μας είναι ένα δέντρο  εντυπωσιακό – ιδιαίτερα όμορφο δεν θα το πω-  που επιβάλλεται στο χώρο με το εκτόπισμα  του τραχύδερμου κορμού  του-  ως 3 άντρες χρειάζονται, για να τον αγκαλιάσουν-  και λιγότερο με το κλάδωμά  του. Το ιδιαίτερο γνώρισμά του είναι τα πριονωτά πλατιά φύλλα του, μαλακά σαν βελούδο, που κάποτε πρόσφεραν εξαιρετικής ποιότητας τροφή στο μεταξοσκώληκα. Στη γειτονιά υπάρχουν και άλλα δέντρα, κανένα όμως δεν μπορεί να συγκριθεί μαζί της,  εκτός βέβαια από τον   πλάτανο στην πλατεία του χωριού που κρατάει τα πρωτεία,  αν και στην ηλικία πιστεύω ότι προηγείται εκείνη. Καρπούς δεν έκανε ποτέ, ούτε για δείγμα . Και αυτό εγγράφεται στα θετικά της, αφού μας απάλλασσε από τη ρύπανση και τις ενοχλητικές μύγες. Και θα έλεγα ακόμα ότι αυτή η ακαρπία της  τής δίνει μια επίφαση  αγνότητας  και παρθενικής ομορφιάς.

Το δέντρο αυτό συνδέθηκε με τον κόσμο των παραστάσεων και των βιωμάτων της παιδικής  μου ζωής μαζί με όλα τα έμψυχα και άψυχα του οικιακού  μας περιβάλλοντος  και μου πρόσφερε ένα είδος  συναισθηματικής ωρίμανσης, ανάλογης μ’ αυτή που πιστεύουμε ότι προσφέρουν τα κατοικίδια στα παιδιά. Μου έδωσε να καταλάβω ότι δεν είναι μόνο οι άνθρωποι και τα ζώα  με τα οποία δενόμαστε συναισθηματικά. Είναι και τα άψυχα στοιχεία της φύσης, που κυρίως σε ώρες  υπαρξιακής μοναξιάς τα καλούμε να μας συντροφεύσουν. Να γίνουν κοινωνοί στα συναισθήματά μας που ξεχειλίζουν και σ’ εκείνα που στέκονται στο στήθος μας και μας πνίγουν.  Έτσι βλέπουμε τα βουνά να βουρκώνουν, τα ποτάμια να φοβερίζουν, τα δέντρα να δέονται στον Πλάστη, τους βράχους να στέκονται αμίλητοι, το φεγγάρι να μελαγχολεί, τον ήλιο να χαμογελά. 

 Κάθε φορά που επιστρέφω στο πατρικό μου, τη βρίσκω να με υποδέχεται. Πολλά γύρω του έχουν αλλάξει. Σπίτια γκρεμίστηκαν και στη θέση τους στήθηκαν καινούργια, πετρόχτιστα κι αυτά. Άλλα επισκευάστηκαν και άλλαξαν χρώματα και κεραμοσκεπές. Εκείνη μένει απείραχτη απ’ το χρόνο.     Στέκομαι στον αυλότοιχό μας και τη βλέπω απ’ τις ρίζες ως τις κορφές και  ξυπνούν μέσα μου οι αναμνήσεις των παιδικών μου χρόνων. Κάτω απ’ αυτό το δέντρο  έχει γραφεί ένα  κομμάτι της ιστορίας της γειτονιάς μας. Αναθυμούμαι τους παιδικούς μου φίλους που παίζαμε κρυφτό και καλυπτόμασταν  πίσω από το χοντρό κορμό της. Τα κορίτσια της γειτονιάς που κρέμαγαν απ’ τα στέρεα χοντρόκλαδά της τις κούνιες τους και γέμιζαν τον αέρα με χαρωπά τραγούδια και ξεφωνητά. Τους περαστικούς που δροσίζονταν στον ίσκιο της κι  αυτούς που σκαρφάλωναν στα κλαδιά της, για να τρυγήσουν τα πλατιά, τρυφερά και βελούδινα φύλλα της. Ζωντανεύουν στα μάτια μου οι γειτόνισσες που  έρχονταν  στον ίσκιο της τα καλοκαιρινά απομεσήμερα με τα εργόχειρά τους, άλλη με τη ρόκα, άλλη με το κέντημα, άλλη για  να μπαλώσει το τριμμένο ρούχο, άλλη για να  «ξενομίσει» την ξεφτισμένη κάλτσα.  Μα πιο πολύ απ’ όλες  θυμούμαι τη θεια Δεσποινού, που ήταν και η ιδιοκτήτρια του οικοπέδου. Εκείνη, καθώς ήταν σε προχωρημένη ηλικία και με πειραγμένη την όραση απ’ τον καταρράκτη,  δεν καταγινόταν με εργόχειρο, παρά μόνο στο κριθαράκι έπαιρνε μέρος. Κατά τα άλλα η παρουσία της περιοριζόταν στο να παρακολουθεί όρθια τις συζητήσεις και να παίρνει αφορμές, για να δίνει συμβουλές στις νεότερες, ιδιαίτερα όταν διαπίστωνε ότι το γύριζαν στο κουτσομπολιό. Τους έλεγε χρησιμοποιώντας ωραία ελληνικά, διανθίζοντάς τα και με γνωμικά από τον Ισοκράτη ως τον Απόστολο Παύλο, να είναι κόσμιες και ολιγόλογες. Να ασχολούνται με τα του οίκου τους και όχι με τα των άλλων.    Είχε πάρει πράγματι καλή μόρφωση για τα χρόνια εκείνα, και μάλιστα ως γυναίκα.  Ήταν απόφοιτη του σχολαρχείου που λειτουργούσε στη Βατούσα από το 1871 με το σπουδαίο ελληνοδιδάσκαλο, τον Ιάκωβο Αναστασιάδη. 

 Η θεια Δεσποινού πέθανε υπέργηρη τη δεκαετία του ’50 και δυστυχώς δεν είχα την πρόνοια να τη ρωτήσω αν  ήξερε  πότε και από ποιον φυτεύτηκε αυτό το δέντρο. Θα ήταν η μόνη που ίσως  γνώριζε. Έτσι η μουριά μας θα συνεχίσει να  κρατά εφτασφράγιστο μυστικό την ηλικία της σαν ανύπαντρη  μεγαλοκοπέλα. 

Πολλές φορές το ξεχωριστό αυτό δέντρο μου δίνει την αφορμή να στοχαστώ για την ουσιαστική σχέση του ανθρώπου με τα δέντρα. Τι είναι τα δέντρα για τον άνθρωπο και τι ο άνθρωπος γι’ αυτά. Η παρουσία πράγματι του  ανθρώπου πάνω στη γη συνδέθηκε ανέκαθεν με αυτά. Αυτά αποτέλεσαν το φυσικό χώρο μέσα στον οποίο  πέτυχε τη φυσική προσαρμογή του και  την επιβίωση.  Ας μην ξεχνάμε και τους συμβολισμούς της θείας  δημιουργίας.  Ο Θεός, κατά τον εμπνευστή της Γένεσης, δέντρα διάλεξε, για να φτιάξει τον Παράδεισο. Τον κατάλληλο  χώρο, όπου το τελειότερο απ’ τα δημιουργήματά του  θα ζούσε  ευτυχισμένο  μέσα στη φυσική  ομορφιά.   Και  όταν αποφάσισε  να του δώσει  τη δυνατότητα της άμεσης μετοχής του στην αθανασία και  την ικανότητα της επιλογής ανάμεσα στο καλό και το κακό, να δοκιμάσει δηλαδή την ηθική του συμπεριφορά και αντοχή, πάλι με δέντρα το επιχείρησε.  Έκανε, λέει, να βλαστήσουν  στο μέσον του Παραδείσου το δένδρον της ζωής και το δένδρον  της γνώσεως του καλού και του κακού. 

Μα και όταν ο ίδιος άνθρωπος εξορίστηκε από το χώρο της μακαριότητας, όταν έγινε «Παραδείσου  άποικος»,  με τον καιρό μετατρέποντας τη θεϊκή κατάρα σε ευχή, έφτιαξε  πάλι με δέντρα το δικό του παράδεισο.  Έντυσε στο  πράσινο τα βουνά, δροσολόγησε τις ρεματιές, ίσκιωσε  τις αυλές, στόλισε τις πλατειές λεωφόρους και τις πλατείες των μεγαλουπόλεων.  Ώστε σήμερα να μην νοείται ανθρώπινος, βιώσιμος  χώρος χωρίς την παρουσία των δέντρων. Υπολογίζουν ότι υπάρχουν σήμερα στη γη τετρακόσια δισεκατομμύρια δέντρα, αυτοφυή και καλλιεργούμενα.   Γέννημα της φύσης και δημιούργημα του ανθρώπου. Εξήντα περίπου αντιστοιχούν στον καθένα ένοικο του πλανήτη. Είναι η πολύτιμη κληρονομιά του που έχει υποχρέωση να την  προστατεύει, για να ικανοποιεί τις τόσες ανάγκες του υλικές και ψυχικές. Καθόλου να μην υποτιμάμε τις δεύτερες. Ας μην ξεχνάμε ότι ο άκαρπος πλάτανος έχει υμνηθεί περισσότερο από τη ζείδωρη ελιά.

Τα δέντρα είναι να μας υπηρετούν, και να μας κάνουν καλύτερους ανθρώπους. Τα δέντρα είναι, για να  δείχνουνε  στον άνθρωπο το δρόμο προς την αυτογνωσία. Να του θυμίζουνε ότι  είναι κι αυτός  γέννημα και  θρέμμα της κοινής μάνας γης. Και όσο κι αν  καταφέρνει να ορθώνεται σε πνευματικές σφαίρες, πρέπει να σκύβει, εξορίζοντας  την αλαζονεία,  και να βλέπει αν πατούν τα πόδια του στο χώμα. Καιρός να   δώσει προσοχή στους υπαινικτικούς στίχους  του ποιητή. Να ψυχανεμιστεί ότι:

Θάρθει μια μέρα που τα δέντρα θα 

Μισήσουν την αχαριστία των

Ανθρώπων και θα σταματήσουν να

Παράγουν ίσκιο, θροΐσματα κι

Οξυγόνο. Θα πάρουνε τις ρίζες τους

Και θα φύγουν. Μεγάλες τρύπες θα

Μείνουνε στη γη εκεί που ήταν πριν τα

Δέντρα. Όταν οι άνθρωποι

Καταλάβουνε τι έχασαν, θα πάνε και

Θα κλάψουνε πικρά πάνω απ’ αυτές 

Τις τρύπες. Πολλοί θα πέσουν μέσα.

Τα χώματα θα τους σκεπάσουν.

Κανείς δεν θα φυτρώσει.

                                                                 Αργύρης Χιόνης

Η μουριά δίπλα στο πατρικό μου σπίτι, κολλητά στην αυλή μας, δεν έχει λόγους να παραπονιέται για την αχαριστία των ανθρώπων. Όλοι οι γείτονες, καθώς και το καινούργιο αφεντικό της, αναγνωρίζουν την ιδιαίτερη  συναισθηματική   αξία που έχει γι’ αυτούς και την θεωρούν διατηρητέο στοιχείο της γειτονιάς.  Δεν υπάρχει φόβος  λοιπόν «να πάρει τις ρίζες της και να φύγει». Θα μένει εκεί. Στον τόπο, όπου φυτεύτηκε, όπου ρίζωσε και θέριεψε, για  να  μετρά τις γενιές των ανθρώπων που έρχονται και φεύγουν, για να μας καλωσορίζει, όταν επιστρέφουμε στο πατρικό μας,  να συντροφεύει τα μοναχικά  σπίτια τις χειμωνιάτικες βραδιές,   να τους φέρνει την άνοιξη και τα καλοκαίρια και  να απλώνει  τις φυλλωσιές της στέγη και πάλκο στα  πουλιά που θα λένε τα τραγούδια τους.     

                                                                      Χρήστος Αν. Σταυράκογλου

ΑΛΛΑ ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΝΤΑ ΑΡΘΡΑ