“Όπου θάλλουν οι νεκροί μας, άνθη της αύριον”
Οι θερινές διακοπές ή η οποιαδήποτε επίσκεψη στο χωριό μας μάς δίνει την ευκαιρία να επιστρέψουμε στο παρελθόν. Να ανακαλέσουμε στη μνήμη μας πρόσωπα, περιστατικά, ιστορίες , να επισκεφτούμε και να ξαναπερπατήσουμε τόπους που συνδέθηκαν με τα παιδικά και τα νεανικά μας χρόνια.
Επισκέπτομαι τη γενέτειρά μου, τη Βατούσα, και κατά κανόνα περνώ όλο τον Αύγουστο εκεί. Ένας από τους χώρους που νιώθω την ανάγκη αλλά και την υποχρέωση να επισκεφτώ είναι το οστεοφυλάκιο, όπου φυλάσσονται τα λείψανα των νεκρών του χωριού.
Η Βατούσα αξιώθηκε να έχει από τις τελευταίες δεκαετίες του προπερασμένου αιώνα χτιστούς τάφους, μοναδικό, απ’ όσο γνωρίζω, φαινόμενο σε όλο το νησί. Μέσα, λοιπόν σ’ αυτό το ξεχωριστό μνημείο, στην ήσυχη εκεί άκρη του χωριού, βρίσκεται το οστεοφυλάκιο, ένα περιποιημένο πετρόχτιστο οίκημα εναρμονισμένο με την αρχιτεκτονική του όλου χώρου.
Εκεί , λοιπόν, βρίσκονται και τιμούνται οι νεκροί μας. Όλοι μια μεγάλη παρέα, συγγενείς, φίλοι και εχθροί, πλούσιοι και φτωχοί, γείτονες στα σπίτια ή στις εξοχές. Δεν κουράζονται δε σκοτίζονται, δε διασκεδάζουν . Τίποτε απ’ όσα τους βασάνιζαν ή τους γλύκαιναν στη ζωή. Κοιμούνται , αναπαύονται . Μ’ αυτές τις λέξεις προσδιορίζουν την κατάστασή τους και τα σχετικά εκκλησιαστικά μας κείμενα. Αναπαύονται και αφουγκράζονται ν’ ακούσουν το σάλπισμα για την έσχατη κρίση. Περιμένουν και ελπίζουν! Ακόμα και οι νεκροί δεν αντέχουν χωρίς ελπίδα.
Ό,τι απόμεινε απ’ τον καθένα τους χώρεσε μέσα σ’ ένα κασελάκι με χαραγμένα πάνω του τα βασικά στοιχεία της ταυτότητάς τους. Ονοματεπώνυμο, χρονολογία γέννησης, χρονολογία θανάτου. Το πιο σύντομο βιογραφικό. Η γέννηση και ο θάνατος! Η αρχή και το τέλος! Οι δυο συγκλονιστικές στιγμές της ζωής. Τα άλλα μοιάζουν με λεπτομέρειες που ο κάθε επισκέπτης τις συμπληρώνει με το δικό του τρόπο, την κρίση και τη γνώση του.
Αλήθεια αυτό απόμεινε απ’ αυτούς; Ένα δεμάτι «οστά γεγυμνωμένα» απ’ τον καθένα τακτοποιημένα μέσα στις καλοδουλεμένες οστεοθήκες τους και αραδιασμένα πάνω στα μετάλλινα ράφια ; Όχι βέβαια. Δεν είναι αυτό ο άνθρωπος. Δε μένει μόνο αυτό απ’ την ύπαρξή του. Ο χρόνος καταστρέφει το φθαρτό, αλλά αφήνει απείραχτη την ουσία. Και η ουσία είναι το έργο τους, πνευματικό και κοινωνικό, που άφησαν πίσω τους. Είναι ο αγώνας τους, είναι η ανάμνησή τους , το καλό ή μέτριο όνομά τους. Είμαστε εμείς, τα παιδιά τους, που μας έφεραν στον κόσμο ως αποτέλεσμα όχι απλά βιολογικής διαδικασίας αλλά ύψιστης κοινωνικής λειτουργίας και αποστολής και έθεσαν την πρόοδο και προκοπή μας ως αντικείμενο απεριόριστης και σχεδόν αποκλειστικής φροντίδας τους. Είναι αυτό που απομένει μέσα μας , στο νου μας, στην καρδιά, στη συνείδησή μας γι’ αυτούς. Οι παρακαταθήκες τους, το παράδειγμά τους, είναι οι σεπτές και νοσταλγικές μορφές τους που έρχονται και ξανάρχονται, μας συγκλονίζουν και μας εμπνέουν. Είναι, τέλος ,οι φωνές τους που ηχούν ακόμα στ’ αυτιά μας!
“Ιδανικές φωνές κι αγαπημένες
εκείνων που πέθαναν ή εκείνων που είναι
για μας χαμένοι σαν τους πεθαμένους.
Κάποτε μες στα όνειρά μας ομιλούνε,
κάποτε μες στα όνειρά μας τες ακούει το μυαλό.
Και με τον ήχον των για μια στιγμή επιστρέφουν
Ήχοι από την πρώτην ποίησιν της ζωής μας
Σα μουσική την νύχτα, μακρινή, που σβύνει. “
Επισκέπτομαι, όπως είπα, κάθε καλοκαίρι το οστεοφυλάκιο μαζί με τη γυναίκα μου, στην οποία κυρίως οφείλω την απόκτηση αυτής της συνήθειας και της το χρωστώ χάρη. Κάθε φορά τα ίδια συναισθήματα, οι ίδιες αναμνήσεις, η ίδια νοσταλγία των αγαπημένων προσώπων, οι ίδιες υπαρξιακές ανησυχίες και μεταφυσικές αναζητήσεις. Μια περιδιάβαση στις οστεοθήκες σαν ένα χαιρετισμό προς όλους απ’ τον απάνω ή, αν προτιμάτε, από τον έξω κόσμο. Τον κόσμο του ήλιου, του γαλάζιου ουρανού και της ζωής. Ακουμπάμε δυο λουλουδάκια στην οστεοθήκη των γονιών μου. Σιωπή και περισυλλογή! Βαθιές ανάσες! Καρδιά και νους ! Τίποτε άλλο από το είναι μου. Προσπαθώ να τους φέρω, όσο μπορώ, πιο κοντά μου, να τους αναστήσω στη σκέψη και τη φαντασία μου, να ξαναζήσω τις τρυφερές στιγμές που γνώρισα μαζί τους, να ακούσω τις τελευταίες τους βαριές ανάσες. Να τους εκφράσω την ευγνωμοσύνη μου για ό,τι μου έδωσαν, για όσα στερήθηκαν για χάρη μου στη ζωή τους.
Αυτό θέλουν οι νεκροί μας. Να ζουν μέσα μας. Να τους θυμόμαστε, να τους αγαπάμε και να νοσταλγούμε την παρουσία τους. Έτσι αντιμάχονται το θάνατο. Αυτή είναι η πιο σίγουρη μορφή αθανασίας, που μόνο εμείς οι ζωντανοί μπορούμε να τους προσφέρουμε, ενώ αργοπεθαίνουν απ’ τη στιγμή που αρχίζουμε να τους λησμονούμε.
Καλά είναι και τα Τρισάγια, αν νιώθουν κάποιοι ότι έτσι, με τις ευχές της εκκλησίας, εκπληρώνουν το χρέος τους προς αυτούς και βοηθούν στη σωτηρία της ψυχής τους. Προσωπικά πιστεύω ότι την ψυχή του τη σώζει καθένας με τις δικές τους πράξεις, με όσα έκανε στη ζωή του. Και όποιοι από ιδιοτέλεια, εκμεταλλευόμενοι τη λαχτάρα των απλών ανθρώπων για τη σωτηρία της ψυχής τους, καλλιέργησαν επί αιώνες αντίθετη άποψη είναι υπόλογοι στην ιστορική κρίση και μνήμη.
Χρέος έχουμε ακόμα απέναντι στους προγόνους μας να συνεχίζουμε το έργο τους και να φαινόμαστε καλύτεροί τους. Αυτό θέλουν και αυτό είναι το μεγάλο χρέος κάθε γενιάς απέναντι στην προηγούμενή της. Έτσι προοδεύει κάθε κοινωνία. Έτσι ανθίζει και καρπίζει το έργο τους. Έτσι γίνονται, κατά τον ποιητή, οι νεκροί μας άνθη της αύριον .
Μια επίσκεψη όμως στο οστεοφυλάκιο δε μας βοηθά μόνο να εκπληρώσουμε ιερό χρέος προς τους νεκρούς μας, αλλά μας δίνει την καταλληλότερη ευκαιρία να εκτιμήσουμε περισσότερο το αγαθό της ζωής, που εμείς συνεχίζουμε να απολαμβάνουμε, και να εμβαθύνουμε στο θέμα του θανάτου. Να τον απομυθοποιήσουμε, να συμφιλιωθούμε μαζί του. Δύσκολο να το επιτύχεις, ιδιαίτερα όταν νιώθεις ότι σε πλησιάζει, αλλά αναγκαίο. Πρέπει να κατανοήσουμε ότι ο θάνατος είναι αναπόφευκτος, είναι κυρίαρχος νόμος της Φύσης. Όλα έχουν αρχή και τέλος. Αλίμονο αν δεν υπήρχε. Θα τον προκαλούσαμε κάποτε μόνοι μας.
Ο μεγάλος μας ποιητής Ανδρέας Κάλβος, γνωστός για τα υψηλά νοήματα που εκφράζει στην ποίησή του, σε μια απ’ τις ωραιότερες ωδές του επιλέγει να ασχοληθεί με το θέμα του θανάτου και το κάνει μ’ έναν τρόπο που ταιριάζει στην περίπτωσή μας. Επισκέπτεται λοιπόν νύχτα το κοιμητήριο, όπου αναπαύεται η μητέρα του. Βγαίνει εκείνη από τον τάφο σαν πυκνή αναθυμίαση, παίρνει μορφή και αρχίζει να του μιλά για το θάνατο. Του λέει μεταξύ άλλων ότι οι νεκροί απολαμβάνουν παντοτινή ειρήνη και ότι έχουν ύπνο χωρίς φόβους, λύπες και όνειρα, ενώ τους ζωντανούς τους βασανίζουν κόποι, φόβοι και ελπίδες και τρέμουν, όταν τους ψιθυρίσει κανείς το όνομα του θανάτου. Του λέει ακόμα και άλλα. Τα σκοτάδια της νύχτας αρχίζουν να διαλύονται, η οπτασία της μάνας εξαφανίζεται κάτω από την πλάκα και εκείνος με λαχτάρα και τρυφερότητα ψελλίζει:
“Ω φωνή, ω μητέρα,
ω των πρώτων μου χρόνων σταθερά παρηγόρησις
όμματα, όπου μ’ εβρέχατε με γλυκά δάκρυα
πόση άπειρη άβυσσος μας χωρίζει!”
Και ύστερα απ’ την έκφραση των συναισθημάτων αυτών τρυφερότητας και αγάπης για τη μάνα του που, όπως φαίνεται, πρόωρα τη στερήθηκε στη ζωή, παίρνει θάρρος, δύναμη, καθώς του αποκαλύφτηκε η αλήθεια για το μυστήριο του θανάτου, διώχνει απ’ την ψυχή του το φόβο του γι’ αυτόν και αναφωνεί: …. υμνήσατε …ο φοβερός εχθρός έγινε φίλος. Τελικά καταλήγει με μια απ’ τις πιο μεγαλειώδεις στροφές του:
“Ως απ’ ένα βουνόν
ο αετός εις άλλο πετάει
καιγώ τα δύσκολα
κρημνά της αρετής ούτως επιβαίνω.”
Nιώθει, λοιπόν, ο υψιπέτης ποιητής μας ότι νικώντας το φόβο του θανάτου είναι ελεύθερος και απερίσπαστος να βαδίσει το δρόμο της αρετής.
Δυσκολευόμαστε, ίσως, να κατανοήσουμε πώς σχετίζεται η υπέρβαση του φόβου του θανάτου με την άσκηση της αρετής. Και όμως υπάρχει στενή σχέση. Ο φόβος, και ιδιαίτερα ο μεταφυσικός, ο φόβος του θανάτου, που υπαγορεύεται από το ένστικτο της αυτοσυντήρησης, είναι ένα ισχυρό πάθος που δυσχεραίνει στον άνθρωπο το έργο της λογικής λειτουργίας και της ηθικής συμπεριφοράς του. Με άλλα λόγια, όποιος φοβάται αποφεύγει τις ενάρετες πράξεις. Δεν ομολογεί την αλήθεια —ας θυμηθούμε τον όρκο που δίνουν οι μάρτυρες στα δικαστήρια– δε λέγει ό,τι πιστεύει, δεν κρατά την αξιοπρέπειά του, δεν είναι ελεύθερος. Γι’ αυτό η υπέρβαση αυτού του φόβου είναι πράξη γενναία και επιβεβλημένη.
Oι νεκροί μας είναι μέρος του εαυτού μας. Ζούνε μέσα μας και ζούμε με τη θύμησή τους και απολαμβάνουμε χάρη σ’ αυτούς τα αγαθά της ζωής . Μας συντροφεύουν, μας οδηγούν, μας ενδυναμώνουν. Όταν οι Παργινοί, οι κάτοικοι της όμορφης πόλης της Ηπείρου, αναγκάστηκαν απ’ τον Αλή Πασά να εγκαταλείψουν την πατρίδα τους και να κατοικήσουν σ΄ άλλη γη, άνοιξαν τους τάφους των προγόνων τους, έβγαλαν τα κόκαλά τους , τα αποτέφρωσαν στην πλατεία της πόλης και πήραν μαζί τους τη στάχτη ξεκινώντας το δρόμο της προσφυγιάς. Η ιστορία λέει ότι το έκαναν, για να τα προστατεύσουν από τη βεβήλωση του τυράννου. Σίγουρα δεν ήταν μόνο αυτό. Τους ήθελαν για φυλαχτό και για στήριγμα που θα τους έδινε δύναμη, για να ξαναριζώσουν στο ξένο χώμα.
Σήμερα, όπου ζούμε σε πιο ήμερους καιρούς , μπορούμε να τιμούμε τους νεκρούς μας με τρόπους πιο ανθρώπινους, όπως με τις επισκέψεις μας στους χώρους, όπου αναπαύονται.
Χρήστος Αν. Σταυράκογλου
Φιλόλογος